Αισώπου Μύθοι/Κύων εστιώμενος

Αἰσώπου Μῦθοι
Κύων ἑστιώμενος


Ἄνθρωπός τις ἡτοίμαζε δεῖπνον, ἑστιάσων τινὰ τῶν φίλων αὐτῷ καὶ οἰκείων. Ὁ δὲ κύων αὐτοῦ ἄλλον κύνα ἐκάλει, λέγων· «Ὦ φίλε, δεῦρο συνδείπνησόν μοι.» Ὁ δὲ προσελθὼν χαίρων ἵστατο, βλέπων τὸ μέγα δεῖπνον, βοῶν ἐν τῇ καρδίᾳ· «Βαβαί, πόση μοι χαρὰ ἄρτι ἐξαπιναίως ἐφάνη· τραφήσομαί τε γὰρ καὶ εἰς κόρον δειπνήσω, ὥστε με αὔριον μηδαμῆ γε πεινᾶσαι.» Ταῦτα καθ’ ἑαυτὸν λέγοντος τοῦ κυνὸς καὶ ἅμα σείοντος τὴν κέρκον, ὡς δὴ εἰς τὸν φίλον θαρροῦντος, ὁ μάγειρος, ὡς εἶδε τοῦτον ὧδε κἀκεῖσε τὴν κέρκον περιστρέφοντα, κατασχὼν τὰ σκέλη αὐτοῦ ἔρριψε παραχρῆμα ἔξωθεν τῶν θυρίδων. Ὁ δὲ κατιὼν ἀπῄει μεγάλως κράζων. Τῶν τις δὲ κυνῶν, τῶν καθ’ ὁδὸν αὐτῷ σαναντώντων, ἐπηρώτα· «Πῶς ἐδείπνησας, φίλος;» Ὁ δὲ πρὸς αὐτὸν ὑπολαβὼν ἔφη· «Ἐκ τῆς πολλῆς πόσεως μεθυσθεὶς ὑπὲρ κόρον οὐδὲ τὴν ὁδὸν αὐτὴν ὅθεν ἐξῆλθον οἶδα.»

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οὐ δεῖ θαρρεῖν τοῖς ἐξ ἀλλοτρίων εὖ ποιεῖν ἐπαγγελλομένοις.

Στα νέα Ελληνικά Επεξεργασία

Ένας άνθρωπος έκανε μεγάλο τραπέζι για να φιλέψει κάποιον δικό του άνθρωπο που είχε χρόνια να τον συναντήσει. Αυτουνού του οικοδεσπότη ο σκύλος κάλεσε και έναν άλλο σκύλο λέγοντας "φίλε μου, έλα κι εσύ να φάμε μαζί". Ο προσκαλεσμένος σκύλος στάθηκε κοίταζε το μεγάλο τραπέζι και έλεγε: "τί μεγάλη τύχη ήταν αυτή που μου ήρθε στα αναπάντεχα! Θα φάω σήμερα και θα χορτάσω τόσο που αύριο δέν θα χρειασθεί να φάω καθόλου! Έτσι καθώς έλεγε και κουνούσε την ουράτου δεξιά αριστερά, τον είδε ο μάγειρας, τον άρπαξε απο τα σκέλια και τον πέταξε έξω απο το παράθυρο, κι εκείνος έπεσε κάτω ουρλιάζοντας. Έπειτα τον συνάντησε ένας άλλος σκύλος του δρόμου, και τον ρωτά: "πώς ήταν το δείπνο; έφαγες καλά;" - "ά, πού να σου τα λέω! Απο το πολύ το φαγοπότι μέθυσα τόσο που δέν ξέρω ούτε απο ποιά πόρτα βγήκα!"