Αισώπου Μύθοι/Κολοιός και περιστεραί

Αἰσώπου Μῦθοι
Κολοιὸς καὶ περιστεραί


Κολοιὸς ἰδὼν περιστερὰς ἔν τινι περιστεροτροφείῳ καλῶς τρεφομένας, λευκάνας ἑαυτὸν ἧκεν ὡς καὶ ἀπὸ τῆς αὐτῆς διαίτης μεταληψόμενος. Αἱ δέ, μέχρι μὲν ἡσύχαζεν, οἰόμεναι περιστερὰν αὐτὸν εἶναι, προσίεντο· ἐπειδὴ δέ ποτε ἐκλαθόμενος ἐφθέγξατο, τηνικαῦτα ἀμφιγνοήσασαι αὐτοῦ τὴν φωνὴν ἐξήλασαν αὐτόν. Καὶ ὃς ἀποτυχὼν τῆς ἐνταῦθα τροφῆς ἐπανῆλθε πάλιν πρὸς τοὺς κολοιούς· κἀκεῖνοι οὐ γνωρίζοντες αὐτὸν διὰ τὸ χρῶμα τῆς μετ’ αὐτῶν διαίτης ἀπεῖρξαν αὐτόν. Οὕτω τε δυοῖν ἐπιθυμήσας οὐδὲ μιᾶς ἔτυχεν.

Ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς δεῖ τοῖς ἑαυτῶν ἀρκεῖσθαι, λογιζομένους ὅτι ἡ πλεονεξία πρὸς τῷ μηδὲν ὠφελεῖν πολλάκις καὶ τὰ προσόντα ἀφαιρεῖται.


Στα νέα Ελληνικά Επεξεργασία

Η καλιακούδα, βλέποντας ότι τα περιστέρια καλοταΐζονται, πήγε βάφτηκε άσπρη και μπήκε ανάμεσα στα περιστέρια, έτρωγε μαζί με εκείνα. Τα περιστέρια δεν καταλάβανε ότι είναι καλιακούδα, μέχρι που άνοιξε το στόμα της και έβγαλε φωνή. Φυσικά, δέν έμοιαζε καθόλου για φωνή περιστεριού. Οπότε έδιωξαν την καλιακούδα "με τις κλωτσιές". Τότε η καλιακούδα πήγε ξανά στις καλιακούδες, εκείνες είδαν οτι είναι ασπρισμένη, δέν έχει χρώμα καλιακούδας και δέν την δέχθηκαν. Και έτσι αποξενώθηκε καί απο τα περιστέρια, και από τον δικό της κόσμο, τις καλιακούδες.