Αισώπου Μύθοι/Κολοιός και αλώπηξ
Αἰσώπου Μῦθοι Κολοιὸς καὶ ἀλώπηξ |
Κολοιὸς λιμώττων ἐπί τινος συκῆς ἐκάθισεν· εὑρὼν δὲ τοὺς ὀλύνθους μηδέπω πεπείρους προσέμενεν ἕως σῦκα γένωνται. Ἀλώπηξ δὲ θεασαμένη αὐτὸν ἐγχρονίζοντα καὶ τὴν αἰτίαν παρ’ αὐτοῦ μαθοῦσα ἔφη· «Ἀλλὰ πεπλάνησαι, ὦ οὗτος, ἐλπίδι προσέχων, ἥτις βουκολεῖν μὲν οἶδε, τρέφειν δὲ οὐδαμῶς.»
[Πρὸς ἄνδρα φιλόνεικον.]
Στα νέα Ελληνικά
ΕπεξεργασίαΜια καλιακούδα που πεινούσε πήγε και κάθισε πάνω σε μιά συκιά, είχε σύκα άγουρα, και η καλιακούδα κάθισε και περίμενε να ωριμάσουν. Πέρασε μια αλεπού, είδε την καλιακούδα, και ρώτησε: γιατί κάθεσαι εκεί χωρίς να κάνεις τίποτα; – να, περιμένω να ωριμάσουν τα σύκα. – Κάποιο λάθος κάνεις, είπε η αλεπού, βασίζεσαι σε μια σκέτη ελπίδα, αλλά η ελπίδα ξέρει μόνο να βγάζει τα ζώα της να βοσκήσουν, με κανέναν τρόπο δέν ξέρει να δίνει στα ζώα της τροφή.