Αἰσώπου Μῦθοι
Κάνθαροι δύο


Ἔν τινι νησιδίῳ ταῦρος ἐνέμετο· τῇ δὲ τούτου κόπρῳ κάνθαροι ἐτρέφοντο δύο. Καὶ δὴ τοῦ χειμῶνος ἐνισταμένου, ὁ ἕτερος ἔλεγε πρὸς τὸν ἕτερον ὡς ἄρα βούλοιτο εἰς τὴν ἤπειρον διαπτάσθαι, ἵνα ἐκείνῳ μόνῳ ὄντι ἡ τροφὴ ἱκανῶς ὑπάρχῃ, καὶ αὐτὸς ἐκεῖσε ἐλθὼν τὸν χειμῶνα διαγένηται. Ἔλεγε δὲ ὅτι, ἐὰν πολλὴν εὕρῃ τὴν νομήν, καὶ αὐτῷ οἴσει. Παραγενόμενος δὲ εἰς τὴν χέρσον καὶ καταλαβὼν πολλὴν μὲν τὴν κόπρον, ὑγρὰν δέ, μένων ἐτρέφετο ἐνταῦθα. Τοῦ δὲ χειμῶνος διελθόντος, πάλιν εἰς τὴν νῆσον διέπτη. Ὁ δὲ ἕτερος θεασάμενος αὐτὸν λιπαρὸν καὶ εὐεκτοῦντα, ᾐτιάσατο αὐτὸν διότι προϋποσχόμενος αὐτῷ οὐδὲν ἐκόμισεν. Ὁ δὲ εἶπε· «Μὴ ἐμὲ μέμφου, τὴν δὲ φύσιν τοῦ τόπου· ἐκεῖθεν γὰρ τρέφεσθαι μὲν οἷόν τε, φέρεσθαι δὲ οὐδέν.»

Οὗτος ὁ λόγος ἁρμόσειεν ἂν πρὸς ἐκείνους οἳ τὰς φιλίας μέχρις ἑστιάσεως μόνον παρέχονται, περαιτέρω δὲ οὐδὲν τοὺς φίλους ὠφελοῦσιν.

Στα νέα Ελληνικά

Επεξεργασία

Σε ένα νησάκι έβοσκε ένας ταύρος, με του οποίου την κοπριά τρέφονταν δύο σκαθάρια. Σάν έπιασε χειμώνας, το ένα σκαθάρι είπε στο άλλο: «Εγώ λέω να πετάξω να πάω στη στεριά, για να αφήσω όλη την τροφή στο νησάκι δική σου. Αν εκεί στη στεριά βρώ κάμποση τροφή, θα φέρω και σε εσένα.» Έτσι έκανε το σκαθάρι, πήγε στη στεριά και εκεί βρήκε μπόλικη κοπριά, υγρή όμως, και με αυτήν την κοπριά τρεφόταν. Σαν πέρασε ο χειμώνας, γύρισε στο νησάκι κ αισυνάντησε τον παλιό του φίλο. Ο φίλος τον είδε παχύ κ καλοταϊσμένο, και του λέει: «Έλεγες οτι άν βρείς μπόλικη τροφή, θα φέρεις και σ' εμένα. Τώρα σε βλέπω καλοταϊσμένο, αλλα σε εμένα δέν έφερες ούτε μιά μπαλίτσα κοπριά». «Δεν φταίω εγώ», απάντησε το πρώτο σκαθάρι, «η τροφή εκεί ήταν μπόλικη, αλλα δέν μπορούσε να κουβαληθεί. Πώς να κουβαλήσω υγρή κοπριά;»