Αἰσώπου Μῦθοι
Ἐχθροὶ δύο


Δύο τινὲς ἀλλήλοις ἐχθραίνοντες ἐπὶ τῆς αὐτῆς νεὼς ἔπλεον, ὧν ἅτερος μὲν ἐπὶ τῆς πρύμνης, ἅτερος δὲ ἐπὶ τῆς πρῴρας ἐκάθητο. Χειμῶνος δὲ ἐπιγενομένου καὶ τῆς νεὼς μελλούσης ἤδη καταποντίζεσθαι, ὁ ἐπὶ τῆς πρύμνης τὸν κυβερνήτην ἤρετο πότερον τῶν μερῶν τοῦ πλοίου πρότερον μέλλει καταβαπτίζεσθαι. Τοῦ δὲ τὴν πρῴραν εἰπόντος· «Ἀλλ’ ἔμοιγε οὐκ ἔστι λυπηρόν, εἶπεν, ὁ θάνατος, εἴγε ὁρᾶν μέλλω πρὸ ἐμοῦ τὸν ἐχθρὸν ἀποθνῄσκοντα.»

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων οὐδὲν τῆς ἑαυτῶν βλάβης φροντίζουσιν, ἐὰν τοὺς ἐχθροὺς μόνον ἴδωσι πρὸ αὐτῶν κακουμένους.

Στα νέα Ελληνικά Επεξεργασία

Δύο άνθρωποι ήταν μεταξύ τους εχθροί αλλα έπρεπε να ταξιδέψουν με το ίδιο καράβι. Για να είναι όσο γινόταν πιό μακριά ο ένας από τον άλλο, ο ένας πήγε και έκατσε στην πλώρη, ο άλλος στην πρύμνη. Καθώς ταξίδευαν έπιασε κακοκαιρία, το πλοίο θα αναποδογύριζε και θα βούλιαζε. Τότε εκείνος που καθόταν στην πρύμνη ρωτάει τον καπετάνιο: «Ποιο μέρος του καραβιού θα βουλιάξει πρώτο;» - «Η πλώρη»" απαντά ο καπετάνιος - "«Δεν με νοιάζει κι άν πνιγώ, αφού θα δώ τον εχθρόμου να πνίγεται πρώτος.»

Μέχρι εκεί μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη έχθρα.