Αἰσώπου Μῦθοι
Ἑρμῆς καὶ γῆ


Ζεὺς πλάσας ἄνδρα καὶ γυναῖκα ἐκέλευσεν Ἑρμῆν ἀγαγεῖν αὐτοὺς ἐπὶ τὴν Γῆν καὶ δεῖξαι ὅθεν ὀρύσσοντες τροφὴν ἑαυτοῖς ποιήσουσι. Τοῦ δὲ τὸ προσταχθὲν ποιήσαντος, ἡ Γῆ τὸ μὲν πρῶτον ἐκώλυεν. Ὡς δὲ Ἑρμῆς ἠνάγκαζε λέγων τὸν Δία προστεταχέναι, ἔφη· «Ἀλλ’ ὀρυσσέτωσαν ὅσον βούλονται· στένοντες γὰρ αὐτὸ καὶ κλαίοντες ἀποδώσουσι.»

Πρὸς τοὺς ῥᾳδίως δανειζομένους, μετὰ λύπης δὲ ἀποδιδόντας ὁ λόγος εὔκαιρος.

Στα νέα Ελληνικά

Επεξεργασία

Όταν ο Δίας έπλασε τους πρωτόπλαστους ανθρώπους, άνδρα και γυναίκα, διέταξε τον Ερμή να τους οδηγήσει στη γη και να τους δείξει πού να σκάψουν για να φτιάξουν σπηλιά να κατοικήσουν. Έτσι έκανε ο Ερμής· η γη όμως είχε αντίρρηση. Τότε ο Ερμής είπε: «Πρέπει να το επιτρέψεις, γιατί αυτή είναι η προσταγή του Δία.» Τότε η γη, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, είπε: «Ας σκάψουν όσο θέλουν, αλλά με στεναγμούς και κλάματα θα το πληρώσουν.»