Αισώπου Μύθοι/Γεωργός και όφις τον παίδα αυτού αποκτείνας

Αἰσώπου Μῦθοι
Γεωργὸς καὶ ὄφις τὸν παῖδα αὐτοῦ ἀποκτείνας


Γεωργοῦ παῖδα ὄφις ἑρπύσας ἀπέκτεινεν. Ὁ δὲ ἐπὶ τούτῳ δεινοπαθήσας πέλεκυν ἀνέλαβε καὶ παραγενόμενος εἰς τὸν φωλεὸν αὐτοῦ εἱστήκει παρατηρούμενος, ὅπως, ἂν ἐξίῃ, εὐθέως αὐτὸν πατάξῃ. Παρακύψαντος δὲ τοῦ ὄφεως, κατενεγκὼν τὸν πέλεκυν, τοῦ μὲν διήμαρτε, τὴν δὲ παρακειμένην πέτραν διέκοψεν. Εὐλαβηθεὶς δὲ ὕστερον παρεκάλει αὐτὸν ὅπως αὐτῷ διαλλαγῇ. Ὁ δὲ εἶπεν· «Ἀλλ’ οὔτε ἐγὼ δύναμαί σοι εὐνοῆσαι, ὁρῶν τὴν κεχαραγμένην πέτραν, οὔτε σὺ ἐμοί, ἀποβλέπων εἰς τὸν τοῦ παιδὸς τάφον.»

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι αἱ μεγάλαι ἔχθραι οὐ ῥᾳδίως τὰς καταλλαγὰς ἔχουσι.

Στα νέα Ελληνικά

Επεξεργασία

Ενός γεωργού το παιδί πέθανε από δάγκωμα φιδιού. Ο άνθρωπος, ζητώντας εκδίκηση, παραφύλαξε κοντά στη φωλιά του φιδιού και σαν το είδε να βγαίνει, το χτύπησε με ένα τσεκούρι, αλλά δεν κατάφερε να το σκοτώσει, μόνο του έκοψε την ουρά, αλλα το φίδι επέζησε. Πέρασε καιρός και ο άνθρωπος αντιλήφθηκε οτι δέν θα κατάφερνε να σκοτώσει το φίδι, γι' αυτό θέλησε να κλείσει ειρήνη μαζί του. Το φίδι κατάλαβε το νόημα την πρόθεση του ανθρώπου και είπε: «Εσύ ζητάς ειρήνη, αλλα δεν μπορεί να γίνει. Ακόμη κι αν δεν έβλεπες τον τάφο του παιδιού σου, ακόμη κι αν εγώ δέν έβλεπα ότι έκοψες την ουρά, πάλι όποτε με ξαναδείς θα θυμηθείς οτι σου σκότωσα το παιδί, κι εγώ θα θυμηθώ ότι μου έκοψες την ουρά»