Αισώπου Μύθοι/Βάτραχοι αιτούντες βασιλέα

Αἰσώπου Μῦθοι
Βάτραχοι αἰτοῦντες βασιλέα


Βάτραχοι λυπούμενοι ἐπὶ τῇ ἑαυτῶν ἀναρχίᾳ πρέσβεις ἔπεμψαν πρὸς τὸν Δία, δεόμενοι βασιλέα αὐτοῖς παρασχεῖν. Ὁ δὲ συνιδὼν τὴν εὐήθειαν αὐτῶν ξύλον εἰς τὴν λίμνην καθῆκε. Καὶ οἱ βάτραχοι, τὸ μὲν πρῶτον καταπλαγέντες τὸν ψόφον, εἰς τὰ βάθη τῆς λίμνης ἐνέδυσαν. Ὕστερον δέ, ὡς ἀκίνητον ἦν τὸ ξύλον, ἀναδύντες εἰς τοσοῦτον καταφρονήσεως ἦλθον ὡς ἐπιβαίνοντες αὐτῷ πικαθέζεσθαι. Ἀναξιοπαθοῦντες δὲ τοιοῦτον ἔχειν βασιλέα, ἧκον ἐκ δευτέρου πρὸς τὸν Δία καὶ τοῦτον παρεκάλουν ἀλλάξαι αὐτοῖς τὸν ἄρχοντα· τὸν γὰρ πρῶτον λίαν εἶναι νωχελῆ. Καὶ ὁ Ζεὺς ἀγανακτήσας καθ’ αὐτῶν ὕδρον αὐτοῖς ἔπεμψεν, ὑφ’ οὗ συλλαμβανόμενοι κατησθίοντο.

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ἄμεινόν ἐστι νωθεῖς καὶ μὴ πονηροὺς ἔχειν ἄρχοντας ἢ ταρακτικοὺς καὶ κακούργους.

Στα νέα Ελληνικά

Επεξεργασία

Οι βάτραχοι στενοχωριόνταν που δεν είχαν αρχηγό, γι' αυτό έστειλαν πρεσβεία στον Δία και ζήτησαν να τους δώσει έναν βασιλέα. Ο Δίας βλέποντας πόσο ανόητοι είναι τους έριξε ένα ξύλο μέσα στη λίμνη. Το ξύλο πέφτοντας έκανε μεγάλο παφλασμό και οι βάτραχοι τρομάζοντας χώθηκαν στα βαθιά της λίμνης. Ύστερα όμως, βλέποντας το ξύλο ακίνητο, ξεθάρρεψαν και πλησίασαν, σιγά σιγά ανέβαιναν και κάθονταν πάνω σε αυτό. Περνώντας ο καιρός όμως, δεν τους άρεσε αυτός ο βασιλέας, το ξύλο, γιατί ήταν αδρανές, μόνο επέπλεε και δεν έκανε τίποτε. Ξαναέστειλαν πρεσβεία στον Δία και ζήτησαν έναν άλλο βασιλέα που να είναι δυναμικός και δραστήριος. Τότε ο Δίας τους έστειλε για βασιλιά ένα νερόφιδο, που τους άρπαζε και τους έτρωγε.