Αισώπου Μύθοι/Αλώπηξ και δράκων
Αἰσώπου Μῦθοι Ἀλώπηξ καὶ δράκων |
[Συκέα παρ’ ὁδὸν ἦν.] Ἀλώπηξ [δὲ] θεασαμένη δράκοντα κοιμώμενον ἐζήλωσεν αὐτοῦ τὸ μῆκος· βουλομένη δὲ αὐτῷ ἐξισωθῆναι παραναπεσοῦσα ἐπειρᾶτο ἑαυτὴν ἐκτείνειν, μέχρις οὗ ὑπερβιαζομένη ἔλαβε ῥαγεῖσα.
Τοῦτο πάσχουσιν οἱ τοῖς κρείττοσιν ἀνθαμιλλώμενοι· θᾶττον γὰρ αὐτοὶ διαρρήγνυνται ἢ ἐκείνων ἐφικέσθαι δύνανται.
Στα Νέα Ελληνικά
Επεξεργασία[Σε] μια συκιά στην άκρη του δρόμου, μια αλεπού βλέποντας έναν δράκοντα να κοιμάται, ζήλεψε το μήκος του. Θέλοντας δε να εξισωθεί στο μήκος με αυτόν, ξάπλωσε δίπλα του και αποπειράθηκε να μακρύνει τον εαυτό της, μέχρι που έσπασε υπερπροσπαθώντας.
Αυτό παθαίνουν όσοι προσπαθούν να ανταγωνιστούν τους ισχυρότερους διότι γρήγορα καταστρέφονται, είτε κι αν μπορούν να τους φτάσουν.