Αισώπου Μύθοι/Αλώπηξ και βάτος

Αἰσώπου Μῦθοι
Ἀλώπηξ καὶ βάτος


Ἀλώπηξ φραγμὸν ἀναβαίνουσα, ἐπειδὴ ὀλισθήσασα καταπίπτειν ἔμελλεν, ἐπελάβετο πρὸς βοήθειαν βάτου. Καὶ δὴ τοὺς πόδας ἐπὶ ταῖς ἐκείνης κέντροις αἱμάξασα καὶ ἀλγήσασα πρὸς αὐτὴν εἶπεν· «Οἴμοι· καταφυγοῦσάν με γὰρ ἐπὶ σὲ ὡς ἐπὶ βοηθὸν σὺ χεῖρον διέθηκας. — Ἀλλ’ ἐσφάλης, ὦ αὕτη, φησὶν ἡ βάτος, ἐμοῦ βουληθεῖσα ἐπιλαβέσθαι, ἥτις πάντων ἐπιλαμβάνεσθαι εἴωθα.»

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων μάταιοι ὅσοι βοηθοῖς προστρέχουσιν οἷς τὸ ἀδικεῖν μᾶλλον ἔμφυτον.

Στα νέα Ελληνικά Επεξεργασία

Μια αλεπού σκαρφάλωνε έναν φράχτη και έπεσε, καθώς έπεφτε πιάστηκε από έναν βάτο, άλλα ο βάτος της πλήγιασε και της μάτωσε τα πόδια κ τον επέπληττε: «Ντροπή σου, σε έπιασα για να με βοηθήσεις στη δύσκολη στιγμή και εσύ με έκανες χειρότερα.» – «Δικό σου το φταίξιμο, είπε ο βάτος, πώς θέλησες να πιαστείς από μένα; που εγώ πιάνομαι από τα πάντα.»