Αισώπου Μύθοι/Αλκύων
Αἰσώπου Μῦθοι Ἁλκύων |
Ἁλκύων ὄρνεόν ἐστι φιλέρημον διὰ παντὸς ἐν θαλάττῃ διαιτώμενον. Ταύτην λέγεται τὰς τῶν ἀνθρώπων θήρας φυλαττομένην ἐν σκοπέλοις παραθαλαττίοις νεοττοποιεῖσθαι. Καὶ δή ποτε τίκτειν μέλλουσα παρεγένετο εἴς τι ἀκρωτήριον καὶ θεασαμένη πέτραν ἐπὶ θαλάττῃ ἐνταῦθα ἐνεοττοποιεῖτο. Ἐξελθούσης δὲ αὐτῆς ποτε ἐπὶ νομήν, συνέβη τὴν θάλασσαν ὑπὸ λαβροῦ πνεύματος κυματωθεῖσαν ἐξαρθῆναι μέχρι τῆς καλιᾶς καὶ ταύτην ἐπικλύσασαν τοὺς νεοττοὺς διαφθεῖραι. Καὶ ἡ ἁλκύων ἐπανελθοῦσα, ὡς ἔγνω τὸ γεγονός, εἶπεν· «Ἀλλ’ ἔγωγε δειλαία, ἥτις τὴν γῆν ὡς ἐπίβουλον φυλαττομένη, ἐπὶ ταύτην κατέφυγον, ἣ πολλῷ μοι γέγονεν ἀπιστοτέρα.»
Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι τοὺς ἐχθροὺς φυλαττόμενοι λανθάνουσιν πολλῷ χαλεπωτέροις τῶν ἐχθρῶν φίλοις ἐμπίπτοντες.
Στα νέα Ελληνικά
ΕπεξεργασίαΗ αλκυόνη είναι πουλί που αγαπάει την ερημιά και τρέφεται με ό,τι βρει στην θάλασσα. Γι'αυτήν λέγεται ότι επειδή φυλάγεται από τούς ανθρώπους μην την κυνηγήσουν, γεννά τα μικρά της σε παραθαλάσσιους σκοπέλους. Και μάλιστα, [λέγεται ότι] όταν κάποτε ήταν ετοιμόγεννη, έφτασε σε κάποιο ακρωτήριο και μόλις είδε έναν βράχο πάνω στην θάλασσα, εκεί έκανε την φωλιά της και γέννησε τα μικρά της. Όταν βγήκε κάποτε σε αναζήτηση τροφής, έτυχε να φυσά καυτός αέρας που έκανε την θάλασσα να σηκώσει πολύ κύμα, κι έφτασε μέχρι την φωλιά κι έπεσε επάνω της και εξολόθρευσε τούς νεοσσούς. Όταν γύρισε η αλκυόνη, μόλις κατάλαβε τι συνέβη, είπε: «Αλίμονό μου, εγώ βέβαια, φυλαγόμουν από την στεριά σαν να ήταν εκείνη η δόλια και κατέφυγα σ'αυτήν (στήν θάλασσα), η οποία τόσο πολύ μου απέδειξε ότι δεν άξιζε να την εμπιστευτώ.»
Έτσι και για μερικούς ανθρώπους, που ενώ φυλάγονται από τούς εχθρούς τους, σφάλλουν στο πόσο κατά πολύ επαχθέστεροι από τούς εχθρούς είναι οι φίλοι, εάν πέσουν σ΄αυτούς.