Αισώπου Μύθοι/Αλιείς λίθον αγρεύσαντες
Αἰσώπου Μῦθοι Ἁλιεῖς λίθον ἀγρεύσαντες |
Ἁλιεῖς σαγήνην εἷλκον· βαρείας δὲ αὐτῆς οὔσης, ἔχαιρον καὶ ὠρχοῦντο, πολλὴν εἶναι νομίζοντες τὴν ἄγραν. Ὡς δὲ ἀφελκύσαντες ἐπὶ τὴν ἠιόνα τῶν μὲν ἰχθύων ὀλίγους εὗρον, λίθων δὲ καὶ ἄλλης ὕλης μεστὴν τὴν σαγήνην, οὐ μετρίως ἐβαρυθύμουν, οὐ τοσοῦτον ἐπὶ τῷ συμβεβηκότι δυσφοροῦντες ὅσον ὅτι καὶ τὰ ἐναντία προειλήφεισαν. Εἷς δέ τις ἐν αὐτοῖς γηραιὸς ὢν εἶπεν· «Ἀλλὰ παυσώμεθα, ὦ ἑταῖροι· χαρᾶς γάρ, ὡς ἔοικεν, ἀδελφή ἐστιν ἡ λύπη, καὶ ἡμᾶς ἔδει τοσαῦτα προησθέντας πάντως παθεῖν τι καὶ λυπηρόν.»
Ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς δεῖ τοῦ βίου τὸ εὐμετάβλητον ὁρῶντας μὴ τοῖς αὐτοῖς πράγμασιν ἀεὶ ἐπαγάλλεσθαι, λογιζομένους ὅτι ἐκ πολλῆς εὐδίας ἀνάγκη καὶ χειμῶνα γενέσθαι.
Στα νέα Ελληνικά
ΕπεξεργασίαΚάτι ψαράδες τραβούσαν τα δίχτυα τους. Καθώς αυτά ήταν πολύ βαριά, χαίρονταν και τραβούσαν κινούμενοι ρυθμικά, θεωρώντας ότι θα έχουν πολύ μεγάλη ψαριά. Μόλις όμως αποτράβηξαν τα δίχτυα στην ακροθαλασσιά, βρήκαν πως υπήρχαν ελάχιστα ψάρια καί τα δίχτυα ήταν γεμάτα πέτρες καί άλλα υλικά και το έφεραν βαρέως. Δεν στεναχωριόντουσαν και τόσο εξαιτίας του συμβάντος αυτού καθαυτού, όσο επειδή είχαν τραβήξει τα άχρηστα. Τότε λοιπόν ένας ψαράς ανάμεσά τους, που ήταν γέρος, τους είπε: «Αλλά ας σταματήσουμε πια συνέταιροι, διότι της χαράς αδελφή είναι η λύπη και εμείς πάντως, που χαρήκαμε τόσο πρωτύτερα, έπρεπε να πάθουμε και κάτι λυπηρό.»
Έτσι λοιπόν κι εμείς πρέπει, αφού βλέπουμε πόσο ευμετάβλητη είναι η ζωή, νά μην επιχαίρουμε με τα ίδια πράγματα συνεχώς αλλά να σκεπτόμαστε ότι μετά από πολλή καλοκαιρία χρειάζεται να έλθει και χειμώνας.