Αισώπου Μύθοι/Αιξ και αιγοβοσκός
Αἰσώπου Μῦθοι Αἴξ καὶ αἰγοβοσκός |
Αἰγοβοσκὸς τὰς αἶγας ἀνεκαλεῖτο πρὸς τὴν μάνδραν. Μία δὲ ἐξ αὐτῶν ὑπελείφθη, ἡδύ τι βοσκομένη. Ῥίψας δ’ ὁ ποιμὴν πέτραν τὸ κέρας αὐτῆς κατέαξεν εὐστοχήσας. Ἐδυσώπει δὲ τὴν αἶγα μὴ εἰπεῖν τοῦτο τῷ δεσπότῃ. Ἡ δὲ εἶπεν· «Κἂν ἐγὼ σιωπήσω, πῶς κρύψω; πρόδηλον γάρ ἐστι πᾶσι τὸ κέρας μου κεκλασμένον.»
Ὅτι, τῆς αἰτίας προδήλου οὔσης, οὐ δυνατὸν ταύτην καλύψαι.
Στα νέα Ελληνικά
ΕπεξεργασίαΈνας γιδοβοσκός οδηγούσε τα γίδια από τη βοσκή να τα φέρει στη μάντρα. Μια κατσίκα έμενε πίσω, είχε βρει κάποιο ωραίο φυτό κι έτρωγε. Θύμωσε ο βοσκός και της πέταξε μια πέτρα, την βρήκε στο κέρατο και της το έσπασε. Τότε παρακαλούσε «μην το πεις στο αφεντικό μου ότι σου έσπασα το κέρατο». Του λέει η γίδα: «εγώ να μην το πω, εκείνος δεν θα δει το κέρατό μου που είναι σπασμένο;»