Αισώπου Μύθοι/Αηδών και ιέραξ
Αἰσώπου Μῦθοι Ἀηδὼν καὶ ἱέραξ |
Ἀηδὼν ἐπί τινος ὑψηλῆς δρυὸς καθημένη κατὰ τὸ σύνηθες ᾖδεν. Ἱέραξ δὲ αὐτὴν θεασάμενος, ὡς ἠπόρει τροφῆς, ἐπιπτὰς συνέλαβεν. Ἡ δὲ μέλλουσα ἀναιρεῖσθαι ἐδέετο αὐτοῦ μεθεῖναι αὐτήν, λέγουσα ὡς οὐχ ἱκανή ἐστιν ἱέρακος αὐτὴ γαστέρα πληρῶσαι· δεῖ δὲ αὐτόν, εἰ τροφῆς ἀπορεῖ, ἐπὶ τὰ μείζονα τῶν ὀρνέων τρέπεσθαι. Καὶ ὅς ὑποτυχὼν εἶπεν· «Ἀλλ’ ἔγωγε ἀπόπληκτος ἂν εἴην, εἰ τὴν ἐν χερσὶν ἑτοίμην βορὰν παρεὶς τὰ μηδέπω φαινόμενα διώκοιμι.»
Οὕτως καὶ τῶν ἀνθρώπων ἀλόγιστοί εἰσιν οἷ δι’ ἐλπίδα μειζόνων [πραγμάτων] τὰ ἐν χερσὶν ὄντα προΐενται.
Στα νέα Ελληνικά
ΕπεξεργασίαΈνα αηδόνι καθόταν πάνω σε ένα ψηλό δέντρο και κελαηδούσε, καθώς συνηθίζουν τα αηδόνια. Βλέπει ένα γεράκι, που δεν είχε τίποτε άλλο να φάει, πάει και πιάνει το αηδόνι. Το αηδόνι παρακαλούσε: «Άσε με να ζήσω, βλέπεις είμαι τόσο μικρό πουλάκι, και να με φας δεν θα γεμίσει το στομάχι σου. Πιάσε ένα άλλο, μεγαλύτερο πουλί, με εκείνο θα χορτάσεις.» Λέει το γεράκι: «Θα ήμουν πολύ κορόιδο αν άφηνα την έτοιμη τροφή να γυρεύω άλλα θηράματα που δεν τα έχω δεί.»