Αισώπου Μύθοι/Όνος και αλεκτρυών και λέων

Αἰσώπου Μῦθοι
Ὄνος καὶ ἀλεκτρυὼν καὶ λέων


Ὄνῳ ποτὲ ἀλεκτρυὼν συνεβόσκετο. Λέοντος δ’ ἐπελθόντος τῷ ὄνῳ, ὁ ἀλεκτρυὼν ἐφώνησε· καὶ ὁ μὲν λέων (φασὶ γὰρ τοῦτον τὴν τοῦ ἀλεκτρυόνος φωνὴν φοβεῖσθαι) ἔφυγεν. Ὁ δ’ ὄνος, νομίσας δι’ αὑτὸν πεφευγέναι, ἐπέδραμεν εὐθὺς τῷ λέοντι. Ὡς δὲ πόρρω τοῦτον ἐδίωξεν, ἔνθα μηκέτι ἡ τοῦ ἀλεκτρυόνος ἐφικνεῖτο φωνή, στραφεὶς ὁ λέων τοῦτον κατεθοινήσατο. Ὁ δὲ θνῄσκων ἐβόα· «Ἄθλιος ἐγὼ καὶ ἀνόητος· πολεμιστῶν γὰρ μὴ ὢν γονέων, τίνος χάριν εἰς πόλεμον ἐξωρμήθην;»

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων ταπεινουμένοις ἐπίτηδες τοῖς ἐχθροῖς ἐπιτίθενται, καὶ οὕτως ὑπ’ ἐκείνων ἀπόλλυνται.

Στα νέα Ελληνικά

Επεξεργασία

Στην εξοχή σε ενός σπιτιού την αυλή ήταν μαζί ένας κόκκορας και ένας γάιδαρος. Ένα πεινασμένο λιοντάρι ήρθε να κατασπαράξει τον γάιδαρο. Τότε ο κόκκορας έβαλε μιά μεγάλη φωνή, και το λιοντάρι τρόμαξε και έφυγε μακριά. (Λένε οτι τα λιοντάρια φοβούνται τη φωνή του κόκκορα, καθώς έχουμε δεί και σε άλλους μύθους). Τότε ο γάιδαρος βλέποντας το λιοντάρι να το βάζει στα πόδια θάρρεψε οτι το λιοντάρι είναι δειλό και φοβάται τον ίδιο (κατα άλλη εκδοχή του μύθου, θεώρησε το λιοντάρι δειλό επειδή φοβήθηκε τη φωνή του κόκκορα, αλλα προτιμότερη είναι η εκδοχή οτι ο γάιδαρος νόμισε οτι τον ίδιο φοβήθηκε το λιοντάρι), και έτσι ο γάιδαρος κυνήγησε το λιοντάρι για να το σκοτώσει ή να το αιχμαλωτίσει και έτσι να δείξει μεγάλη ανδραγαθία. Ώς εκεί που ακόμη ακουγόταν η φωνή του κόκκορα, το λιοντάρι έτρεχε να γλυτώσει. Σάν απομακρύνηκαν τόσο που δέν ακουγόταν πιά φωνή απο κόκκορα, το λιοντάρι στράφηκε πίσω, είδε τον γάιδαρο που το κυνηγούσε και τον κατασπάραξε, τον έφαγε. Και ο γάιδαρος, σάν πιάστηκε στα νύχια του λιονταριού, προτού να ξεψυχήσει κλαιγόταν: "Δυστυχία μου! Τί το ήθελα να δείξω πολεμική ανδραγαθία, αφού ποτέ δέν ήμουν πολεμιστής, και ούτε απο πολεμικό σόι γεννήθηκα!".