Αισώπου Μύθοι/Όνος ίππον μακαρίζων

Αἰσώπου Μῦθοι
Ὄνος ἵππον μακαρίζων


Ὄνος ἵππον ἐμακάριζεν, ὡς ἀφθόνως τρεφόμενον καὶ ἐπιμελῶς, αὐτὸς μηδ’ ἀχύρων ἅλις ἔχων, καὶ ταῦτα πλεῖστα ταλαιπωρῶν. Ἐπεὶ δὲ καιρὸς ἐπέστη πολέμου, καὶ ὁ στρατιώτης ἔνοπλος ἀνέβη τὸν ἵππον, πανταχόσε τοῦτον ἐλαύνων, καὶ δὴ καὶ μέσον τῶν πολεμίων εἰσήλασε, καὶ ὁ ἵππος πληγεὶς ἔκειτο. Ταῦτα ἑωρακὼς ὁ ὄνος τὸν ἵππον μεταβαλλόμενος ἐταλάνιζεν.

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οὐ δεῖ τοὺς ἄρχοντας καὶ πλουσίους ζηλοῦν, ἀλλὰ τὸν κατ’ ἐκείνων φθόνον καὶ τὸν κίνδυνον ἀναλογιζομένους τὴν πενίαν ἀγαπᾶν.

Στα νέα Ελληνικά

Επεξεργασία

Ένας δυστυχής γάιδαρος έβλεπε ένα άλογο που το καλοταΐζαν με δημητριακά, το πλένανε, το ξυστρίζανε και δεν του βάζανε βαριές δουλειές να κάνει, "ενώ εγώ", έλεγε ο γάιδαρος, "τόσες βαριές δουλειές που κάνω και με την απειλή ξυλοδαρμού, μόνο άχυρο μου δίνουν να τρώω και εκείνο ακόμη όχι αρκετό για να χορτάσω". Σαν ήρθε καιρός πολέμου, ο άνθρωπος σέλλωσε το άλογο και πήγε στη μάχη, τρέχοντας με το άλογο μιά εδώ μιά εκεί, άλλοτε σε επίθεση και άλλοτε σε άμυνα, ώσπου, σαν ρίχτηκε στο μέσο των εχθρών, το άλογο έφαγε μιά σπαθιά και κείτονταν τραυματισμένο. Σάν το είδε αυτό ο γάιδαρος, παρηγορήθηκε για τη σκληρή ζωή του και λυπόταν το άλογο.