Αισώπου Μύθοι/Όνος άλας βαστάζων

Αἰσώπου Μῦθοι
Ὄνος ἅλας βαστάζων


Ὄνος ἅλας ἔχων ποταμὸν διέβαινεν. Ὀλισθήσας δέ, ὡς κατέπεσεν εἰς τὸ ὕδωρ, ἐκτακέντος τοῦ ἅλατος, κουφότερος ἐξανέστη. Ἡσθεὶς δὲ ἐπὶ τούτῳ, ἐπειδὴ ὕστερόν ποτε σπόγγους ἐμπεφορτισμένος κατά τινα ποταμὸν ἐγένετο, ᾠήθη ὅτι, ἐὰν πάλιν πέσῃ, ἐλαφρότερος διεγερθήσεται, καὶ δὴ ἑκὼν ὤλισθε. Συνέϐη δὲ αὐτῷ, τῶν σπόγγων ἀνασπασάντων τὸ ὕδωρ, μὴ δυνάμενον ἐξαναστῆναι ἐνταῦθα ἀποπνιγῆναι.

Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι διὰ τὰς ἰδίας ἐπινοίας λανθάνουσιν εἰς συμφορὰς ἐνσειόμενοι.

Στα νέα Ελληνικά Επεξεργασία

Ένας πραματευτής (μικρέμπορος) αγόραζε διάφορα πράγματα, τα μετέφερε με το γαϊδούριτου και τα μεταπουλούσε. Έτσι, μιά φορά βρήκε σε καλή τιμή αλάτι, φόρτωσε μπόλικο στον γάιδαρο, κ πήγαινε να το πουλήσει. Καθώς περνούσαν όμως απο ένα ρεματάκι, γλίστρησε ο γάιδαρος, έπεσε στο ρέμα, κ μέχρι να ξανασηκωθεί, πολύ απο το αλάτι είχε λιώσει, οπότε το φορτίο ελάφρυνε κ ο γάιδαρος βάδιζε ξεκούραστα. Ύστερα το αφεντικό του αγόρασε περισσότερο αλάτι κ φόρτωσε στον γάιδαρο. Ο γάιδαρος είχε μάθει το κόλπο, κ τώρα όταν περνούσαν ξανά απο το ρέμα έκανε οτι τάχα γλίστρησε κ ξανάπεσε στο νερό, οπότε πάλι έλιωσε ένα μέρος απο το αλάτι κ ελάφρυνε το φορτίο του. Την επόμενη φορά, ο πραματευτής βρήκε σφουγγάρια, τα φόρτωσε στο γάιδαρο κ πήγαινε να τα πουλήσει. Σάν περνούσαν κ πάλι απο το ρέμα, ο γάιδαρος σκέφθηκε να ξανακάνει το κόλποτου (παρόλο που αυτήν τη φορά το φορτίο με τα σφουγγάρια ήταν ελαφρύ). Ξαναγλίστρησε επίτηδες ο γάιδαρος, έπεσε στο νερό, κ μέχρι να ξανασηκωθεί τα σφουγγάρια ρουφήξανε νερό κ γίνανε βαριά κ ασήκωτα, ενώ πρώτα ήταν ελαφρά.