Αἰσώπου Μῦθοι
Ὄνον ἀγοράζων


Ὄνον τις ἀγοράσαι μέλλων ἐπὶ πείρᾳ αὐτὸν ἔλαβε· καὶ εἰσαγαγὼν εἰς τοὺς ἰδίους ἐπὶ τῆς φάτνης αὐτὸν ἔστησεν. Ὁ δὲ καταλιπὼν τοὺς ἄλλους παρὰ τῷ ἀργοτάτῳ καὶ ἀδηφάγῳ ἔστη. Καὶ ὡς οὐδὲν ἐποίει, δήσας καὶ ἀπαγαγὼν τῷ δεσπότῃ αὐτὸν ἀπέδωκε. Τοῦ δὲ διερωτῶντος εἰ οὕτως ἀξίαν αὐτοῦ τὴν δοκιμασίαν ἐποιήσατο, ὑποτυχὼν εἶπεν· «Ἀλλ’ ἔγωγε οὐδὲν ἐπιδέομαι πείρας· οἶδα γὰρ ὅτι τοιοῦτός ἐστιν ὁποῖον ἐξ ἁπάντων τὸν συνήθη ἐπελέξατο.»

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τοιοῦτος εἶναί τις ὑπολαμβάνεται ὁποίοις ἂν ἥδηται τοῖς ἑταίροις.

Στα νέα Ελληνικά

Επεξεργασία

Κάποιος προκειμένου να αγοράσει ένα γαϊδούρι το πήρε για να το δοκιμάσει πρώτα. Το έβαλε στο παχνί μαζί με τα άλλα γαϊδούρια. Το καινούργιο γαϊδούρι άφησε όλα τα άλλα και πήγε έκανε παρέα με το πιο τεμπέλικο και το πιο αδηφάγο. Ο άνθρωπος που θα το αγόραζε το πήρε και το επέστρεψε στον ιδιοκτήτη του, "«Ευχαριστώ, είπε, αλλα δεν μου κάνει, δεν θα το αγοράσω.» - «Μα, μήπως δέν το δοκίμασες αρκετά;» - «Δεν χρειάζομαι να δοκιμάσω περισσότερο. Ξέρω οτι είναι κι αυτό ίδιου χαρακτήρα με εκείνο που διάλεξε για παρέα.»