Αισώπου Μύθοι/Ήρακλής και Πλούτος

Αἰσώπου Μῦθοι
Ἡρακλῆς καὶ Πλοῦτος


Ἡρακλῆς ἰσοθεωθεὶς καὶ παρὰ Διὶ ἑστιώμενος ἕνα ἕκαστον τῶν θεῶν μετὰ πολλῆς φιλοφροσύνης ἠσπάζετο. Καὶ δὴ τελευταίου εἰσελθόντος τοῦ Πλούτου, κατὰ τοῦ ἐδάφους κύψας ἀπεστρέψατο αὐτόν. Ὁ δὲ Ζεὺς θαυμάσας τὸ γεγονὸς ἐπυνθάνετο αὐτοῦ τὴν αἰτίαν δι’ ἣν πάντας τοὺς δαίμονας προσαγορεύσας ἀσμένως μόνον τὸν Πλοῦτον ὑποβλέπεται. Ὁ δὲ εἶπεν· «Ἀλλ’ ἔγωγε διὰ τοῦτο αὐτὸν ὑποβλέπομαι ὅτι παρ’ ὃν καιρὸν ἐν ἀνθρώποις ἤμην, ἑώρων αὐτὸν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τοῖς πονηροῖς συνόντα.»

Ὁ λόγος λεχθείη ἂν ἐπ’ ἀνδρὸς πλουσίου μὲν τὴν τύχην, πονηροῦ δὲ τὸν τρόπον.

Στα νέα Ελληνικά

Επεξεργασία

Ο Ηρακλής, αφού ολοκλήρωσε τους άθλους του έγινε ίσος με τους θεούς και πήγε να κατοικήσει στον ουρανό μαζί τους. Εκεί συνάντησε όλους τους θεούς και τους ασπαζόταν όλους με πολλή φιλοφροσύνη. Τελευταίος ήρθε ο θεός Πλούτος να καλωσορίσει τον Ηρακλή, αλλά ο Ηρακλής έρριξε το βλέμμα του στο έδαφος και απέφευγε να τον κοιτάξει. Τότε ο Δίας του παρατήρησε: «Γιατί όλους τους άλλους θεούς τους χαιρετάς με χαρά, μόνο τον Πλούτο δέν τον χαιρετάς και του δείχνεις τέτοια περιφρόνηση;» Ο Ηρακλής απάντησε: «Αυτόν δεν τον χωνεύω καθόλου, γιατί όσον καιρό ζούσα μαζί με τους ανθρώπους, αυτόν τον έβλεπα να κάνει παρέα όλο με τους κακούς.»