Αισώπου Μύθοι/Έχις και ύδρος
Αἰσώπου Μῦθοι Ἔχις καὶ ὕδρος |
Ἔχις φοιτῶν ἐπί τινα κρήνην ἔπινεν. Ὁ δὲ ἐνταῦθα οἰκῶν ὕδρος ἐκώλυεν αὐτόν, ἀγανακτῶν ὅτι μὴ ἀρκεῖται τῇ ἰδίᾳ νομῇ, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τὴν αὐτοῦ δίαιταν ἀφικνεῖται. Ἀεὶ δὲ τῆς φιλονεικίας αὐξανομένης, συνέθεντο ὅπως εἰς μάχην ἀλλήλοις καταστῶσι καὶ τοῦ νικῶντος ἥ τε τοῦ ὕδατος καὶ τῆς γῆς νομὴ γίνηται. Ταξαμένων δὲ αὐτῶν προθεσμίαν, οἱ βάτραχοι διὰ μῖσος τοῦ ὕδρου παραγενόμενοι πρὸς τὸν ἔχιν παρεθάρσυνον αὐτόν, ἐπαγγελλόμενοι καὶ αὐτοὶ συμμαχήσειν αὐτῷ. Ἐνστάσης δὲ τῆς μάχης, ὁ μὲν ἔχις πρὸς τὸν ὕδρον ἐπολέμει, οἱ δὲ βάτραχοι μηδὲν περαιτέρω δρᾶν δυνάμενοι μεγάλα ἐκεκράγεισαν. Καὶ ὁ ἔχις νικήσας ᾐτιᾶτο αὐτοὺς ὅτι γε συμμαχήσειν αὐτῷ ὑποσχόμενοι παρὰ τὴν μάχην οὐ μόνον οὐκ ἐβοήθουν, ἀλλὰ καὶ ᾖδον. Οἱ δὲ ἔφασαν πρὸς αὐτόν· «Ἀλλ’ εὖ γε ἴσθι, ὦ οὗτος, ὅτι ἡ ἡμετέρα συμμαχία οὐ διὰ χειρῶν, διὰ δὲ μόνης φωνῆς συνέστηκεν.»
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι, ἔνθα χειρῶν χρεία ἐστίν, ἡ διὰ λόγων βοήθεια οὐδὲν λυσιτελεῖ.
Στα νέα Ελληνικά
ΕπεξεργασίαΜια οχιά πήγαινε σε μιά πηγή και έπινε. Εκεί κατοικούσε ένα νερόφιδο και ενοχλούνταν, έπιασε φιλονεικία με την οχιά: «Δεν σου φτάνει ο δικός σου τόπος, έρχεσαι και στον δικό μου.» Πες ο ένας, πες ο άλλος, ο καβγάς δυνάμωσε, μέχρι που αποφασίσανε να κηρύξουν τον πόλεμο, και όποιος νικήσει να έχει την κυριότητα καί στην πηγή του νερόφιδου καί στον τόπο της οχιάς. Πρίν την επίσημη έναρξη του πολέμου, πήγαν τα βατράχια στην οχιά κ υποσχέθηκαν να συμμαχήσουν μαζί της: «Πολέμησε γενναία, και εμείς θα είμαστε σύμμαχοί σου.» Σαν πιάστηκε η μάχη, πολεμούσε η οχιά με το νερόφιδο, και τα βατράχια, τι άλλο να έκανα, φώναζαν με όλη τους τη δύναμη. Η οχιά νίκησε, όμως έπειτα κατηγορούσε τα βατράχια: εσείς υποσχεθήκατε οτι θα είστε σύμμαχοί μου, κ όχι μόνο δέν βοηθήσατε, αλλα τραγουδούσατε κιόλας. «Μα αυτή ήταν η δική μας η συμμαχία», απάντησαν τα βατράχια, «Δεν ήταν συμμαχία με έργα, ήταν συμμαχία με φωνές.»