Αισώπου Μύθοι/Έλαφος επί νάματος και λέων

Αἰσώπου Μῦθοι
Ἔλαφος ἐπὶ νάματος καὶ λέων


Ἔλαφος δίψῃ συσχεθεῖσα παρεγένετο ἐπί τινα πηγήν· πιοῦσα δέ, ὡς ἐθεάσατο τὴν ἑαυτῆς σκιὰν ἐπὶ τοῦ ὕδατος, ἐπὶ μὲν τοῖς κέρασιν ἠγάλλετο, ὁρῶσα τὸ μέγεθος καὶ τὴν ποικιλίαν, ἐπὶ δὲ τοῖς ποσὶ πάνυ ἤχθετο ὡς λεπτοῖς οὖσι καὶ ἀσθενέσιν. Ἔτι δὲ αὐτῆς διανοουμένης, λέων ἐπιφανεὶς ἐδίωκεν αὐτήν· κἀκείνη εἰς φυγὴν τραπεῖσα κατὰ πολὺ αὐτοῦ προεῖχεν· ἀλκὴ γὰρ ἐλάφων μὲν ἐν τοῖς ποσί, λεόντων δὲ ἐν καρδίᾳ. Μέχρι μὲν οὖν ψιλὸν ἦν τὸ πεδίον, ἡ μὲν προθέουσα διεσώζετο· ἐπειδὴ δὲ ἐγένετο κατά τινα ὑλώδη τόπον, τηνικαῦτα συνέβη, τῶν κεράτων αὐτῆς ἐμπλακέντων τοῖς κλάδοις, μὴ δυναμένην τρέχειν συλληφθῆναι. Μέλλουσα δὲ ἀναιρεῖσθαι ἔφη πρὸς ἑαυτήν· «Δειλαία ἔγωγε, ἥτις ὑφ’ ὧν μὲν προδοθήσεσθαι ἔμελλον, ὑπὸ τούτων ἐσῳζόμην, οἷς δὲ καὶ σφόδρα ἐπεποίθειν, ὑπὸ τούτων ἀπόλλυμαι.»

Οὕτω πολλάκις ἐν κινδύνοις οἱ μὲν ὕποπτοι τῶν φίλων σωτῆρες ἐγένοντο, οἱ δὲ σφόδρα ἐμπιστευθέντες προδόται.

Στα νέα Ελληνικά Επεξεργασία

Ένα ελάφι που διψούσε έφτασε σε μιά πηγή, ήπιε, και κοίταξε τον εαυτό του στην επιφάνεια του νερού. Καμάρωσε τα κέρατά του, πόσο είναι όμορφα, περίτεχνα, μεγαλοπρεπή. Είδε και τα πόδια του και ντρεπόταν, γιατί φαινόταν πολύ άσχημα, κοκκαλιάρικα. Καθώς σκεφτόταν αυτά τα πράγματα, εμφανίστηκε ένα λιοντάρι. Το ελάφι το έβαλε στα πόδια για να ξεφύγει μακριά από το λιοντάρι. Όσο το έδαφος ήταν σχετικά γυμνό, το ελάφι έτρεχε γρηγορότερα και ήταν ασφαλές. Κάπου όμως χώθηκε σε έναν δασωμένο τόπο με πυκνή βλάστηση, εκεί μπλέχτηκαν τα κέρατα του ελαφιού σε κάτι θάμνους, οπότε το λιοντάρι πρόλαβε το ελάφι. Και εκεί που θα το έτρωγε, είπε: «Αλίμονό μου το κακόμοιρο ζώο, από εκείνα που ντρεπόμουν και φοβόμουν πως θα προδοθώ, σώθηκα, από τα πόδια μου. Εκείνα που καμάρωνα και πίστευα πως θα με σώσουν, εκείνα με πρόδωσαν, τα κέρατά μου.»