Αισώπου Μύθοι/Άνθρωπος και αλώπηξ

Αἰσώπου Μῦθοι
Ἄνθρωπος καὶ ἀλώπηξ


Ἀλώπεκά τις ἐχθρὰν ἔχων ὡς βλάπτουσαν αὐτόν, κρατήσας καὶ θέλων ἐπὶ πολὺ τιμωρήσασθαι, στυππεῖα ἐλαίῳ βεβρεγμένα τῇ οὐρᾷ προσδήσας ὑφῆψε. Ταύτην δὲ δαίμων εἰς τὰς ἀρούρας τοῦ βαλόντος ὡδήγει· ἦν δὲ καιρὸς τοῦ ἀμήτου. Ὁ δὲ ἠκολούθει θρηνῶν μηδὲν θερίσας.

Ὅτι πρᾷον εἶναι χρὴ καὶ μὴ ἀμέτρως θυμοῦσθαι· ἐξ ὀργῆς γὰρ πολλάκις βλάβη γίνεται μεγάλη τοῖς δυσοργήτοις.

Στα νέα Ελληνικά

Επεξεργασία

Ένας άνθρωπος είχε μεγάλο μίσος για μια αλεπού γιατί του έκανε κακό. Όταν κατάφερε να την αιχμαλωτίσει έδεσε στην ουρά της στουπιά λαδωμένα και έβαλε φωτιά. Η αλεπού άρχισε να τρέχει με την ουρά καιόμενη. Καθώς έτρεχε όπου νά 'ναι, μπήκε στο χωράφι του ανθρώπου που της έβαλε τη φωτιά στην ουρά, πήραν φωτιά όλα τα σπαρτά, και κάηκαν όλα. Καθώς ήταν καιρός του θερισμού ο άνθρωπος δεν θέρισε τίποτα.

Κάποιες φορές για να κάνει ο άνθρωπος κακό στον εχθρό του παθαίνει ο ίδιος.