Αινειάδα, Βιβλίο δεύτερο

Αινειάδα
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Λορέντζος Μαβίλης
Βιβλίο δεύτερο


Ὅλοι σιωπῆσαν κ' ἔστεκαν μὲ προσοχὴ στὴν ὄψη.
Κι' ἀπὸ τὸν θρόνο τὸν ψηλὸ τότ' ἄρχισε ὁ Αἰνείας:
Θέλεις ἀνέκφραστο. ἄνασσα, ν' ἀνανεώσω πόνον -
τῆς Τροίας πῶς τὸ δυνατὸ πολύκλαυστο βασίλειον
ἐχάλασαν οἱ Δαναοί, τὰ βάσανα π' ἁτός μου [5]
εἶδα κι' ἁτός μου ἔπαθα. - Ποιός τοῦτα ἐνῷ διηγᾶται
ἢ Μυρμιδὼν ἢ Δόλοπας ἢ τ' ἄσπλαχν' Ὀδυσσέα
στρατιώτης δὲν θὰ ἐδάκρυζεν; Ἡ νύκτα ὑγρὴ μὲ βία
φεύγει ψήλαθε καὶ ὡς βυθοῦν τ' ἄστρα καλοῦν στὸν ὕπνο.
Ἀλλ' ἀφοῦ τόσον ἔστερξες τὰ πάθη μου ν' ἀκούσῃς [10]
καὶ σύντομα τὸν ὄλεθρο τὸν ὕστερο τῆς Τροίας,
μ' ὅλον ποῦ ἐκείνη ἡ ἐνθύμηση ταῖς φρέναις μου τρομάζει,
θ' ἀρχίσω.
….............Ἀπὸ τὸν πόλεμο κομμένοι κι' ἀπ' τὴ μοῖρα
τῶν Δαναῶν οἱ ἄρχοι, ἀφοῦ χρόνοι πολλοὶ περάσαν,
ἄλογο κτίζουν σἂν βουνὸ μὲ τέχνη καὶ βοήθεια [15]
τῆς Ἀθηνᾶς καὶ ταῖς πλευραῖς μ' ἔλατο σανιδόνουν.
'Σ ἐκεῖνο μέσα διαλεχτοὺς ἄνδρες κληρούχους κρύβουν
καὶ κλείουν τους 'ς τὸ σκοτεινὸ πλευρόν, ὥστε τ' ἀλόγου
τὰ σωθικὰ βαθειὰ γεμίσαν ὅλα ἀρματωμένους.
Ἀγνάντια κεῖτ' ἡ Τένεδος ἡ ξακουσμένη νῆσος, [20]
ποῦ δύναμη (ὅσο ὁ Πρίαμος ἐζοῦσε) εἶχε καὶ πλούτη
καὶ τώρα μόνο ἀδέξιο λιμάνι γιὰ καράβια·
ἐκεῖ 'ς τὴν ἔρμη ἀκρογιαλιὰν ἐπῆγαν κ' ἐκρυφθῆκαν
καὶ 'μεῖς θαρροῦμε π' ἄνεμος τοὺς παίρνει 'ς ταῖς Μυκήναις,
ὥστε τὸ πένθος τὸ μακρὸν ὅλ' ἡ Τευκρίδα βγάνει, [25]
ἡ πύλαις της ἀνοίγονται, τὰ δωρικὰ λημέρια
τρέχουν νὰ ἰδοῦν, ὁπ' ἄφησαν, καὶ τὸ ἔρημο ἀκρογιάλι.
«Ἐδῶ μὲ πλήθιους Δόλοπες λημέριαζε ὁ Ἀχιλλέας,
ἐδῶ τὰ πλοῖα κ' ἐδεκεῖ τὴ μάχη ἐκεῖνοι ἀρχίζαν.»
Τὸ δῶρον ἄλλοι θαύμαζαν τ' ὀλέθριο τῆς Ἀθήνης [30]
καὶ τὸ τρανό του μέγεθος καὶ πρῶτος ὁ Θυμοίτης
εἶπ' αὐτὸ μέσα νὰ φερθῇ 'ς τὸ φρούριο νὰ τὸ βάλουν,
εἴτε γιὰ δόλο ἢ τὄθελεν ἡ Μοῖρα τῆς Τρωάδος.
Ὁ Κάπυς καὶ ὅλοι ὅσοι 'ς τὸν νοῦν καλλίτερ' εἶχαν γνώμη,
εἴτε εἰς τὸ πέλαο νὰ ριφθῇ τὸ ὕποπτον τὸ δῶρο [35]
τῶν Δαναῶν συμβούλαυαν, εἴτε καὶ νὰ τὸ κάψουν,
ἢ νὰ τρυπήσουν τὴν κοιλιὰ καὶ μέσα νὰ ἐξετάσουν·
εἰς διάφοραις χωρίζεται γνώμαις τἀβέβαιο πλῆθος.
Πρῶτος αὐτοῦ ὁ Λαοκόοντας μ' ἄλλους πολλοὺς μαζῆ του
ἀπὸ τὸν πύργο τὸν ψηλὸ ἔτρεξεν ὠργισμένος [40]
κι' ἀπὸ μακρυά: «σᾶς βγῆκε ὁ νοῦς, δυστυχισμένοι» κράζει·
«Θαρρεῖτ' ὁπ' ἔφυγαν οἱ ἐχθροί; τῶν Δαναῶν τὰ δῶρα
ἀθῶα τὰ λογιάζετε; Τί 'ναι ὁ Ὀδυσσέας ξεχάστε;
Ἢ μὲς τὸ ξύλιν' ἄλογον εἶν' Ἀχαιοὶ κρυμμένοι
ἢ τέτοια φτιάσαν μηχανὴ τὰ τείχη νὰ χαλάσουν [45]
νὰ βλέπουν εἰς τὰ σπίτια μας 'ς τὴ χώρα νὰ κατέβουν
ἢ καὶ ἄλλη πλάνη· τ' ἄλογο μὴ 'μπιστευθῆτ', ὦ Τεῦκροι,
ὅ,τι κι' ἂν εἶν', τοὺς Δαναοὺς φοβοῦμαι καὶ ἂν χαρίζουν.»
Αὐτὰ 'πε καὶ μὲ δύναμη πολλὴ τὸ μέγα ἀκόντι
'ς τὸ πλάγι, μέσα 'ς τὴν κυρτὴ κοιλία τοῦ θηρίου [50]
σφενδόνισε, ποῦ τρέμοντας ἐστάθη· κ' ἐσαλεύθη
τὸ σῶμα κι' ὅλα ἐβούϊξαν στενάζοντας τὰ βάθη
κι' ἂν οἱ θεοὶ δὲν τὄθελαν κι' ὁ νοῦς τυφλὸς δὲν ἦταν, -
ὅ,τι εἰμποροῦσε ἔκαμε αὐτὸς τ' ἄλογο γιὰ νὰ σχίσουν -
ἀκόμη ἡ Τροία θὰ ἦτ' ὀρθή, πύργε ψηλέ, θὰ ἐβάστας. [55]
Νὰ τότε πλῆθος Δαρφανεῖς βοσκὸν σέρνουν δεμένον
πισθάγκωνα 'ς τὸν βασιληᾶ σκούζοντας ἕνα νέον
π' ἄγνωστος παρουσιάσθηκε 'ς αὐτοὺς ὡς ἐπερνοῦσαν,
μὲ πλάνην εἰς τοὺς Ἀχαιοὺς τὴν Τροίαν διὰ ν' ἀνοίκῃ,
εἰς τὴν ψυχὴν θαρρεύοντας κ' ἕτοιμος εἰς τὰ δύο: [60]
ἢ ν' ἀπατήσ' ἢ βέβαιον θάνατον νὰ ὑποφέρῃ.
Ὁλοῦθε γιὰ νὰ τὸν ἰδῇ τῆς Τροίας ἡ νεολαία
χύνεται γύρω κι' ὅλοι τους τὸν σκλάβον ἀναπαίζουν.
Τώρα ἄκουσε τῶν Δαναῶν ταῖς πλάναις κι' ἀπὸ τοῦτο
τὸ κρῖμα μόνο γνώρισ' τους ὅλους. - [65]
Τί ἀφοῦ 'ς τὴ μέση ἐστάθηκε ἄοπλος ταραγμένος
καὶ τῶν Φρυγίων τήραξαν ἀργὰ γύρω τὰ πλήθη
«Ἀλλοιά! ποιὰ γῆς» ἐφώναξε « καὶ ποιὸς γιαλὸς ἐμένα
θὰ γλύσῃ; ἐμένα τ' ἄμοιρου τί μένει τώρα πλέον
ποῦ μ' ἔδιωξαν οἱ Δαναοὶ καὶ θυμωμένοι οἱ ἴδιοι [70]
οἱ Δαρδανεῖς τὸ αἷμα μου ζητοῦν γιὰ τιμωρία;»
Ἔπαυσε τὸ παράπονον αὐτὸ τὴν ὄργητά μας
καὶ τὴν ὁρμή· νὰ μᾶς εἰπῇ προστάζουμε τὸ γένος,
τί νέο μᾶς φέρνει, ἀπάνου εἰς τί θὰ ἐμπιστευθοῦμε σκλάβον.
Τοῦτα μᾶς εἶπε, ὡς πέρασεν ὁ φόβος του, τὰ λόγια: [75]
«Ὅ,τι κι' ἂν πάθω, βασιληᾶ, θὲ νὰ σοῦ εἰπῶ τὰ πάντα
μ' ἀλήθεια·» λέγει· «ν' ἀρνηθῶ δὲν θέλω ποὖμαι Ἀργεῖος·
πρῶτον αὐτό· κι' ἂν ἄθλιον κατάντησεν ἡ Τύχη
τὸν Σίνων', ὅμως ἡ κακὴ δὲν θὰ τὸν κάμῃ ψεύτην.
Θἄτυχε νἄχῃς ἀκουστὸν κάπουθ' ἀπ' ὅσα λέγουν [80]
τὸν Παλαμήδη τὸν υἱὸν τοῦ Βήλου, φημισμένον
κ' ἔνδοξον, ὁπ' οἱ Πελασγοὶ τάχα γιὰ προδοσία
ἀθῶον, μ' αἰσχρὴ πρόφαση, γιατὶ νὰ πολεμήσουν
ἐμπόδζε, ἐθανάτωσαν· τώρα νεκρὸν τὸν κλαίουν.
Σύντροφον εἰς τὸν πόλεμον μ' αὐτόν, ποῦ 'ταν δικός μου, [85]
ἐδῶ ἀπ' τὰ πρῶτα μ' ἔστειλε χρόνια ὁ πτωχὸς πατέρας,
κι' ὅσῳ βασίλευ' ἄβλαπτος καὶ δύναμη αὐτὸς εἶχε
'ς τῶν ἄρχων τὰ συμβόυλια κἄποια κ' ἐγὼ εἶχα φήμη.
Ἀλλ' ὅταν γιὰ τοῦ δολεροῦ τὸν φθόνο τοῦ Ὀδυσσέα,
(γνωστὰ σᾶς λέγω πράγματα) 'ς τὸν κάτω κόσμον πῆγε, [90]
περίλυπος καὶ σκοτεινὸς ἔσερνα τὴ ζωή μου
καὶ γιὰ τ' ἀθώου φίλου μου τὴν τύχη ἀγανακτοῦσα.
Ἀλλὰ δὲν σιώπησα ὁ μωρός· κ' ἔταξ', ἂν ἴσως λάχῃ
'ς τὸ Ἄργος 'ς τὴν πατρίδα μου ὡς νικητὴς νὰ γύρω,
νὰ ἐκδικηθῶ κ' οἱ λόγοι μου σκληρὸν ἄναβαν μῖσος. [95]
Ἄρχισε τότε ὁ ξεπεσμός, τὰ πάθηα μου· ὁ Ὀδυσσέας
πάντα μὲ νέα ψέματα μ' ἐτρόμαζε κ' ἐσκόρπα
'ς τὸ πλῆθος λόγια βλεδυρὰ κι' ἀπάτης ὅπλα ἐζήτει.
Καὶ δὲν ἡσύχαζεν αὐτός, ὣς ποῦ μὲ τὴ βοήθεια
τοῦ Κάλχαντ'... ἀλλὰ τί πικρὰ λόγια τοῦ κακοῦ λέγω; [100]
Τί ἀργεῖτε; ἀφοῦ τοὺς Ἁχαιοὺς σεῖς ἔχετε ὅλους, ἕνα
κι' αὐτὸ φθάνει ν' ἀκούσετε· γοργὰ παιδέψετέ με·
τοῦτο ποθεῖ κι' ὁ Ὀδυσσηᾶς· θὰ τ' ἀκριβοπλερόναν
οἱ Ἀτρείδαις!» Τότε ἀνάψαμε ἀπὸ τὴν περιέργεια
ἄμαθοι εἰς τόσα κρίματα, 'ς τῶν Πελασγῶν ταῖς τέχναις. [105]
Καὶ φοβισμένος ἀκλουθεῖ μὲ τὴν ψευτιά 'ς τὸ στῆθος:
«Ν' ἀφήσουν ἤθελαν συχνὰ κατάκοοι τὴν Τροία
οἱ Δαναοὶ τὸν μακρυνὸν πόλεμον παραιτῶντας·
νὰ τὄχαν κάμῃ! Ἀλλὰ συχνὰ ἄγρια θαλασσοζάλη
τοὺς ἔκλεισε, κι' ὡς ἔφευγαν, τοὺς τρόμαζεν ὁ Νότος· [110]
μάλιστ' ἀφοῦ μὲ σφενδάμνου γρεντιαῖς τ' ἄλογο ἐφτιάσθη
ὁλοῦθε τότε ἐβρόντησαν σύγνεφα 'ς τὸν αἰθέρα.
Ἄβουλοι τὸν Εὐρύπυλο πέμπουμε 'ς τὸ μαντεῖο
τοῦ Φοίβου· ἀπάντηση πικρὴν ἀπ' τ' ἄδυτ' αὐτὸς φέρνει:
«Μὲ αἷμα ἐξιλεώστε παρθένας τοὺς ἀνέμους, [115]
Δαναοί, σὰν πρωτόλθετε στοῦ Ἴλιου τἀκρογιάλια.
Αἱμ' ἂς σᾶς δώσῃ γυρισμὸν καὶ μίαν ζωὴν Ἀργείων
θυσιάστε.» Ὡς τ' ἄκουσ' ὁ λαός, σάστισαν ᾑ ψυχαῖς τους
καὶ παγωμένος ἔρρευσε 'ς τὰ κόκκαλά τους τρόμος.
«Ποιόν ἆρα ἡ μοῖρα διώρισε, ποιόν νὰ ζητᾷ ὁ Ἀπόλλων;» [120]
Τότε ὁ Ἰθακήσιος μὲ πολὺν κρότο τραβᾷ τὸν μάντη
Κάλχαντα ἀνάμεσα εἰς αὐτοὺς κα`τὸν πολυερωτάει,
ποιὰ τῶν θεῶν νἆναι ἡ βουλή. Πολλοὶ μοῦ προφητεῦαν
τοῦ πλάνου τὸ κακούργημα, κι' ἄλλοι ἄφωνοι τὸ μέλλον
προσμέναν· δέκα κρύβεται μέραις καὶ ἀρνεῖτ' ὁ μάντις [125]
ἢ νὰ προδῶσῃ, ἢ κἄποιον 'ς τὸν θάνατον νὰ ἐκθέσῃ.