Αθανασία
Συγγραφέας:


Δημιουργὲ καὶ Πλάστα θνητῶν καὶ ἀθάνατων,
ὅταν ὁ ἄγγελός σου συντέλειαν σαλπίσῃ
καὶ ζωντανοὶ πετάξουν ἀπὸ τὰ σάββανά των
οἱ πεθαμένοι ὅλοι ποῦ θἄχουνε σαπίσῃ,
ἐγὼ ἂς μὴν ἀκούσω τὸ σάλπισμα ἐκεῖνο
καὶ μέσα εἰς τὸ χῶμα μονάχος μου ἂς μείνω.

Ξέρω καλὴν ἰδέαν πῶς ἔχεις καὶ γιὰ ’μένα
καὶ θέλεις νὰ μὲ βάλῃς μαζὶ μὲ τοὺς καλούς,
γιατὶ δὲν ἔχω κάμῃ ἁμάρτημα κανένα
παρὰ πῶς γράφω στίχους ἀπ’ ὅλους πιὸ πολλούς.
Ἀλλὰ δὲν θέλω πάλι νὰ ζήσω ἐξ ἀρχῆς...
μοῦ φθάνει τόσος βίος καθ’ ὅλα εὐτυχής.

Ἐκ τῆς ἀθανασίας ζητῶ νὰ μὲ γλυτώσῃς
κι’ οὐδὲ νὰ σοῦ καπνίσῃ νὰ μὲ μετεμψυχώσῃς.
Ἂς μὴ γενῶ καὶ πάλιν ἢ ἄνθρωπος ἢ κτήνος,
ἂς μὴ φανῶ μὲ ὄψιν γαϊδάρου εἴτε λύκου,
οὐδὲ νὰ γίνω ἄνθος ἢ γιασεμὶ καὶ κρῖνος
γιὰ τὴν κομβιοδόχη τοῦ τρυφεροῦ Στεφίκου.