Ἀθανάσης Διάκος
Συγγραφέας:


Ἆσμα Πρῶτον - Ἡ παραμονή

«Ἀνέβα, Μῆτρε στοῦ βουνοῦ κατάκορφα τὴ ράχη,
πᾶρε τὸ μάτι τἀητοῦ καὶ τἀλαφιοῦ τὸ πόδι
καὶ τὴν ἀγρύπνια τοῦ λαγοῦ, καὶ στῆσε καραοῦλι.
Κι᾿ ἂν δῇς χιλιάδαις τὸν ἐχθρό, ἄλογα καὶ πεζούρα,
μὲ τὸν Κιοσὲ Μεχμὲτ πασᾶ, τὸν ὕπνο μὴ μοῦ κόψῃς,
στάσου, πολέμα μοναχός. Κι᾿ ἂν δῇς μὲς στὸ φουσάτο
νὰ πηλαλάῃ τἄλογο τοῦ Ὁμέρπασα Βρυώνη,
πέτα ροβόλα, κρᾶξε με. Σύρε μὲ τὴν εὐχή μου».
Ἄστραψε ἀπ᾿ ἄγρια χαρὰ τὸ μέτωπο τοῦ κλέφτη,
ἐβρόντησαν τὰ χαϊμαλιά, ἀνέμισε ἡ φλοκάτη,
ἔλαμψε ὁ Μῆτρος μία στιγμὴ κ᾿ ἐσβήστηκε σὰν ἄστρο.
Ὁ Διάκος τὸν συντρόφεψε γιὰ λίγο μὲ τὸ μάτι
κ᾿ ὕστερα πέφτει κατὰ γῆς γονατιστὸς στὴν πέτρα:
«Ἀδέρφια, παλληκάρια μου! Ἐλᾶτε ὁλόγυρά μου
καὶ γονατίσετε μ᾿ ἐμέ. Ὁ κόσμος στὴ χαρά του
εἶν᾿ ἀνθοστόλιστη ἐκκλησιά, κι᾿ ἐδῶ μας παραστέκει
ἐκεῖνος ποὺ τὴν ἔχτισε, γιὰ νὰ τὸν προσκυνοῦμε».
Ἤτανε νύχτα. Τὰ βουνά, οἱ λαγκαδιαίς, τὰ δέντρα,
οἱ βρύσαις, τ᾿ ἀγριολούλουδα, ὁ οὐρανός, τ᾿ ἀγέρι,
στέκουν βουβὰ ν᾿ ἀκούσουνε τὴν προσευχὴ τοῦ Διάκου.
«Ὅταν ἡ μαύρ᾿ ἡ μάνα μου, ἐμπρὸς σὲ μίαν εἰκόνα,
Πλάστη μου, μ᾿ ἐγονάτιζε μὲ σταυρωτὰ τὰ χέρια
καὶ μώλεγε νὰ δεηθῶ γιὰ κειοὺς ποὺ τὸ χειμῶνα
σὰ λύκοι ἐτρέχαν στὰ βουνά, μὲ χιόνια, μ᾿ ἀγριοκαίρια
γιὰ νὰ μὴ ζοῦνε στὸ ζυγό, ἔνοιωθα τὴ φωνή μου,
νὰ ξεψυχάει στὰ χείλη μου. ἐσπάραζε ἡ καρδιά μου,
μοῦ ἐτρέμανε τὰ γόνατα, σὰν νἄθελε ἡ ψυχή μου
νὰ φύγῃ μὲ τὴ δέηση ἀπὸ τὰ σωθικά μου.
Ὕστερα μὤλεγε κρυφὰ νὰ σοῦ ζητῶ τὴ χάρη
νὰ μ᾿ ἀξιώσῃς μία φορὰ ἕνα σπαθὶ νὰ ζώσω
καὶ νὰ μὴν ἔρθῃ ὁ θάνατος νὰ μ᾿ εὕρῃ, νὰ μὲ πάρῃ
πρὶν πολεμήσω ἐλεύθερος, γιὰ σὲ πρὶν τὸ ματώσω.
Πατέρα παντοδύναμε! Ἄκουσες τὴν εὐχή μου.
μοῦ φύτεψες μὲς στὴν καρδιὰ ἀγάπη, πίστη, ἐλπίδα,
ἔδωκες μίαν ἀχτίδα σου, ἀθέρα στὸ σπαθί μου
καὶ μοὖπες: Τώρα πέθανε γιὰ μέ, γιὰ τὴν πατρίδα!
Ἕτοιμος εἶμαι, Πλάστη μου! Λίγαις στιγμαὶς ἀκόμα
καὶ σβυῶνται τ᾿ ἄστρα σου γιὰ μέ. Γιὰ μὲ θὰ σκοτειδιάσῃ
τὤμορφο γλυκοχάραμα. Θὰ μοῦ κλειστῇ τὸ στόμα,
ποὺ ἐκελαδοῦσε στὰ βουνά, στὴ ρεματιά, στὴ βρύση.
θὰ μαραθοῦν τὰ πεῦκα μου. Ἀραχιασμέν᾿ ἡ λύρα,
ποὺ μοὖταν ἀδερφοποιτὴ κι᾿ ὁποὺ μ᾿ ἐμὲ στὴ φτέρη
ἀγκαλιασμένη ἐπλάγιαζε, τώρα θὰ μείνη στεῖρα
καὶ στάψυχο κουφάρι της θὰ νὰ βογγάῃ τ᾿ ἀγέρι.
Ὅλα τ᾿ ἀφίνω μὲ χαρά, χωρὶς ν᾿ ἀναστενάξω.
Καὶ τὤχω περηφάνειά μου, ποὺ ἐδιάλεξες ἐμένα
αὐτὴν τὴν ἔρμη τὴν πορειὰ μὲ τὸ κορμὶ νὰ φράξω.
Εὐχαριστῶ σε, Πλάστη μου! Δὲ θὰ χαθοῦν σπαρμένα
καὶ δὲ θὰ μείνουν ἄκαρπα τ᾿ ἄχαρα κόκκαλά μου.
Εὐλόγησε τηνε τὴ γῆ ὁποὺ θὰ μ᾿ ἀγκαλιάσῃ
καὶ στοίχειωσε κάθε κλωνὶ ἀπὸ τὰ χώματά μου,
νὰ γένῃ ἀδιάβατο βουνὸ τὸ μνῆμα τοῦ Θανάση.
Θέ μου! Ξημέρωσέ τηνε τὴν αὐριανὴ τὴ μέρα!
Θὰ μᾶς θυμᾶτ᾿ ἡ Ἀρβανιτιὰ καὶ θὰ τὴν τρώ᾿ ἡ ζήλεια.
Θὰ χλημητᾶνε τ᾿ ἄλογα, θὰ καῖνε τὸν ἀγέρα
μὲ τ᾿ ἄγρια τὰ χνῶτα τοὺς γκέκικα καρυοφύλλια,
θὰ γένουν πάλαι τὰ Θερμιὰ λαίμαργη καταβόθρα...
Χιλιάδες ᾖρθαν θερισταὶ καὶ Χάρος ὀργοτόμος,
μουγκρίζουν, φοβερίζουνε πὼς δὲ θὰ μείνη λώθρα
σ᾿ αὐτὴν τὴ δύστυχη τὴ γῆ, φωτιά, δρεπάνι, τρόμος...
Κ᾿ ἐμεῖς θὰ πᾶμε μὲ χαρὰ σ᾿ αὐτὸν τὸν καταρράχτη.
Ἐπάνωθέ μας θἆσαι σύ, καὶ τὰ πατήματά μας
θὰ νἄχουνε γιὰ στήριγμα τὴ φοβερή τη στάχτη,
πὤμεινε σπίθ᾿ ἀκοίμητη βαθειὰ στὰ σωθικά μας.
Δυνάμωσέ μας, Πλάστη μου! Γιὰ ν᾿ ἀκουστῇ στὴ Δύση
πὼς δὲν ἀπονεκρώθηκε καὶ πὼς θ᾿ ἀνθοβολήσῃ
τώρα μὲ τὰ Μαγιάπριλα ἡ δουλωμένη χώρα.
Εὐλογημέν᾿ ἡ ὥρα!»

Ἔσκυψ᾿ ὁ Διάκος ὡς τὴ γῆ, ἕσφιξε μὲ τὰ χείλη
κ᾿ ἐφίλησε γλυκὰ γλυκὰ τὸ πατρικό του χῶμα.
Ἔβραζε μέσα του ἡ καρδιά, καὶ στὰ ματόκλαδά του
καθάριο, φωτοστόλιστο, ξεφύτρωσ᾿ ἕνα δάκρυ...
Χαρὰ στὸ χόρτο πὤλαχε νὰ πιῇ σὲ τέτοια βρύση!

Πλαγιάζει ὁ λιονταρόψυχος! Τὰ νειάτα, τὴ θωρειά του
τ᾿ ἀστέρια βλέπουν μὲ χαρὰ καὶ κάπου κάπου ἀφίνουν
κρυφὰ τὸ θόλο τ᾿ οὐρανοῦ γιὰ νὰ διαβοῦν σιμά του.
Μοσχοβολάει τριγύρω του καὶ τὸν σφιχταγκαλιάζει
στὸν κόρφο της ἡ ἄνοιξη, σὰν νἄτανε παιδί της.
Χαρούμενα τὰ λούλουδα φιλοῦν τὸ μέτωπό του
χάνει μὲ μιᾶς τὴν ἀσκημιὰ καὶ τὴν ταπεινοσύνη
ὁ ἔρμος ἀζώηρος, ἡ ποταπὴ ἡ λαψάνα,
γλυκαίνει τὸ χαμαίδρυο, στοῦ χαμαιλειοῦ τὴ ρίζα
ἀποκοιμιέται ὁ θάναρος καὶ τὸ περιπλοκάδι,
ποὺ πάντα κρύβεται δειλὸ καὶ τ᾿ ἄπλερο κορμί του
ἀλλοῦ στυλόνει τὸ φτωχό, δυναμωμένο τώρα
τρελλό, περηφανεύεται καὶ θέλει νὰ κλαρώσῃ
στ᾿ ἀνδρειωμένο μέτωπο γιὰ ν᾿ ἀκουστῇ πὼς ἦταν
στὴ φοβερὴ παραμονὴ μία τρίχ᾿ ἀπ᾿ τὰ μαλλιά του.

Πλαγιάζει ὁ λιονταρόψυχος! Τοῦ ὕπνου του οἱ ὥραις
ὅσο κι᾿ ἂν φύγουν γρήγορα, μεσότοιχο θὰ γένουν
ν᾿ ἀποστομώσουν τὸ θολό, τ᾿ ἀγριωμένο κῦμα
τοῦ χρόνου ποὺ μᾶς ἔπνιξε. Μ᾿ ἐκείνην τὴν ρανίδα
πὤσταξ᾿ ἀπὸ τὰ μάτια του θὰ ξεπλυθῇ ἡ μαυράδα,
ποὺ ἐλέρωνε τῆς μοίρας μας τὸ νεκρικὸ δεφτέρι.
Ὁ Διάκος στὸ κρεββάτι του, ζωσμένος τὴ φλοκάτη,
σὰν ἀητὸς μὲς στὴ φωλειά, ὀλάκαιρο ἕνα γένος
ἔκλωθ᾿ ἐκείνην τὴν βραδειά. Ὅταν προβάλ᾿ ἡ μέρα,
θὰ νἄβγουν τ᾿ ἀητόπουλα μὲ τροχισμένα νύχια,
μὲ θεριεμένα τὰ φτερά, ν᾿ ἀρχίσουν τὸ κυνήγι...
Πλάστη μεγαλοδύναμε! Ἀξίωσέ μας ὅλους,
πρὶν μᾶς σκεπάσῃ ἡ μαύρη γῆ, στὰ δουλωμένα πλάγια
νὰ κοιμηθοῦμε μία νυχτιὰ τὸν ὕπνο τοῦ Θανάση!


Ἆσμα Δεύτερον - Οἱ τρεῖς: Διάκος, Πανουριᾶς, Δυοβουνιώτης

-Διάκε, χαρὰ στὸν ὕπνο σου!
-Καλῶς τὸ Δυοβουνιώτη,
καλή σου μέρα, Πανουριᾶ... Μὴ μὲ προπῆρ᾿ ἡ ὥρα;
Ἐξέχασα, ἐγελάστηκα, γλυκὰ κρυφομιλώντας,
ἀδέρφια, μὲ τὴ μάνα μου, ποὖρθε νὰ μ᾿ εὕρῃ ἀπόψε.
-Θανάση, ἂν δὲ σοῦ ζήλεψα τὰ νειῶτα, τὴν ἀνδρειά σου,
τ᾿ ἅρματα τ᾿ ἀξετίμωτα, τὸ μάτι, τὸ τραγούδι,
ζηλεύω αὐτὴν τὴν ξαστεριὰ πὤχει τὸ μέτωπό σου!
Ἔστησε στὸ κατώφλι μας τὸ νεκροκρέββατό του
ὁ Χάρος καὶ μᾶς καρτερεῖ. Ξήπλεγαις, τρομασμέναις
μανάδες ἀναρίθμηταις μὲ κουφωμένα στήθια
φεύγουν στὰ πλάγια νὰ κρυφτοῦν μὲ τὰ βυζασταρούδια.
Τὰ ὄρνια ἐμυριστήκανε τὸ σκοτωμὸ ποὺ θἄρθῃ
καὶ γρούζουν ἀνυπόμονα τροχίζοντας τὰ νύχια,
καὶ σὺ κοιμᾶσαι σὰν ἀρνί! Θανάση σὲ ζηλεύω!...
-Δὲν ἔχω πέτρινη ψυχή. Τοῦ κόσμου τὴ λαχτάρα
μέσα στὴ φλέβα τῆς καρδιᾶς σὰ σίδερο λυωμένο
τὴ νοιώθω π᾿ ἀναδεύεται καὶ μὲ σαρακοτρώγει.
Συχώρεσέ με, Πανουριᾶ, πρώτη φορὰν ἀπόψε
ἀφ᾿ ὅτου ζώνω τ᾿ ἅρματα μ᾿ ἐξάφνισε τ᾿ ἀστέρι.
Μὴ μὤχετε βαρύγνωμο. Ποιὸς ξέρει μὴν ἡ μοῖρα,
ἀδέρφια, μ᾿ ἀποκοίμησε γιὰ νὰ μὲ συνειθίσῃ
στοῦ τάφου τὸ τρισκότειδο. Ἐγὼ κι᾿ ὁ γερο Χάρος
ἐψὲς λογαριαστήκαμε, καὶ στὸ κατάστιχό του
ἕνα μικρὸ κατεβατὸ μένει ἄγραφο γιὰ μένα.
Γνοιαστῆτ᾿ ἐσεῖς τοὺς ζωντανούς. Ἐγὼ θὰ πολεμήσω
γιὰ τὰ παληά μας κόκκαλα. Στὴ φλόγα τοῦ πολέμου,
σὰ μέσα σ᾿ ἕνα θυμιατό, θὰ ρίξω τὸ κορμί μου
νὰ γένω νεκρολίβανο στὸ φοβερὸ τρισάγιο.
-Μὴν τὰ ξεσυνερίζεσαι τοῦ Πανουριᾶ τὰ λόγια.
Θυμήσου, Διάκε, μοναχά, πὼς ἄδειασεν ἡ φλέβα
τοῦ δύστυχου τοῦ γένους μας, καὶ μία ρανίδα τώρα
ἂν στάξῃ ἀπὸ τὸ αἷμα μας στὴ γῆ χωρὶς ἐλπίδα,
ἀντὶ νἆναι μνημόσυνο, μπορεῖ νἆναι κατάρα.
Ξέρω τί κρύβεις στὴν καρδιά, γνωρίζω τί θὰ κάμῃς...
-Ποιὸς μ᾿ ἐμαρτύρησε σ᾿ ἐσᾶς;
-Κανένας, μὴ θυμόνεις.
Εἶδα κ᾿ ἐγὼ τὴ μάνα σου ἀπόψε στὄνειρό μου
καὶ μοὖπε νἄρθω νὰ σ᾿ εὑρῶ καὶ νὰ σοῦ πῶ, Θανάση,
ποὺ ἂν χαλαστοῦμε σήμερα, θὰ νὰ δειλιάσῃ ὁ κόσμος
καὶ θὰ χουμήσῃ ἡ Ἀρβανιτιὰ πυκνὴ σὰν τὴν ἀκρίδα,
καὶ τἄλογο τοῦ Ὁμέρπασα ποιὸς θὰ τ᾿ ἀποστομώσῃ;
-Ὁ γυιὸς τοῦ Ἀνδρούτσου στὴ Γραβιά!
-Τί θέλεις, Δυοβουνιώτη;
Νὰ πάει τὸ Γοργοπόταμο θολὸ κ᾿ ἐντροπιασμένο
νὰ πῇ στὴν ἄγρια θάλασσα, πὼς δὲν εὐρέθηκ᾿ ἕνας
τὰ ξακουσμένα του νερὰ μὲ δυὸ ρανίδαις αἷμα
σ᾿ αὐτὸ τὸ πρῶτο βάφτισμα ν᾿ ἁγιάσῃ, νὰ μυρώσῃ;
Κ᾿ ἡ θάλασσα μουγκρίζοντας νὰ τρέξῃ στ᾿ ἀκρογιάλια,
σὰ φοβερὸς διαλαλητής, κι᾿ Ἀνατολὴ καὶ Δύση
νὰ μάθουν πῶς γιορτάζομε τὴ νεκρανάστασή μας;...
Νἆναι ὁ Βρυώνης στὰ Θερμιὰ καὶ νὰ μὴν εὕρῃ ἐμπρός του
δέκα κουφάρια ξαπλωτὰ γιὰ νὰ σκοντάψῃ ἐπάνω!
Νὰ μὴ βαφῇ τὸ πέταλο στοῦ ἀλόγου του τὸ νύχι!...
Ἀδέρφια, τἀποφάσισα καὶ μοναχὸς ἂν μείνω,
θ᾿ ἁπλώσω ὀργυιὰ τὰ χέρια μου, τὰ πόδια θὰ ριζώσω,
κι᾿ ἂν δὲ μὲ ξεχωνιάσουνε κι᾿ ἂν δὲ μὲ κατακόψουν,
δὲ θὰ μὲ διώξουν ἀπεκεί, δὲ θὰ μοῦ ἰδοῦν τὴ φτέρνα.
Καὶ σὺ τί λέγεις, Πανουριᾶ;
-Μ᾿ ἐθάμπωσε ἡ ἀχτίδα,
π᾿ ἀστράφτει ἀπὸ τὰ μάτια σου. Τριγύρω στὰ μαλλιά σου
παίζει τὸ γλυκοχάραμα. Μοῦ φαίνεσαι μεγάλος,
ψηλὸς ὡσὰν τὸν Ὄλυμπο καὶ στέκω καὶ προσμένω
ἐμπρός σου ἀκίνητος, βουβός, Διάκε, νὰ ἰδῶ τὸν ἥλιο,
π᾿ ὥραν τὴν ὥρα θὰ προβῇ ἀπ᾿ τ᾿ ἀντικέφαλό σου.
-Τί λόγος, γέρο Πανουριᾶ, τί φοβερὴ βλαστήμια
ξαγλίστρησ᾿ ἀπ᾿ τὰ χείλη σου! Αὐτὸ τὸ φῶς, ποὺ βλέπεις,
ἂς μὴ τὸ σκοτειδιάσωμε... Ἐσὺ στὴ Χαλκομμάτα
σῦρε νὰ ρίξης θέμελο. Στεῖλε τὸν Παπαντρία
νὰ πάῃ στοῦ Μουσταφάμπεη μὲ τὸν Κομνὰ τὸν Τράκα.
Καὶ πρὶν ἀρχίσῃ ὁ πόλεμος, θυμήσου ὁ Ἡσαΐας
νὰ βγῇ ψηλὰ στὸ ξέφαντο κ᾿ ἐκεῖθε νὰ κηρύξῃ
τὸν φοβερὸν τὸν ὅρκο μας, γιὰ νὰ γνωρίσῃ ὁ κόσμος
ὅτι τὸ ράσο τοῦ παπᾶ κ᾿ ἡ μίτρα τοῦ Δεσπότη
θὰ γένουν Χάρου φλάμπουρο καὶ σκιάχτρο καὶ σκοτάδι
καὶ κατασάρκι μελανὸ στὴν Ἅγια Τράπεζά μας,
ὅσο σ᾿ αὐτὰ τὰ χώματα δαφνοστεφανωμένη
ἡ δουλωμένη Ἐκκλησιὰ τὸ μέτωπο δὲ δείξῃ.
-Δὲν εἶμαι, Διάκε, Πανουριᾶς, νἆμαι γυναῖκα χήρα
καὶ νὰ μὲ πνίξῃ τὸ ψωμί, ποὺ ἐφάγαμε στὰ πλάγια,
ἂν λησμονήσω σήμερα τὸ βάφτισμα, τὸν ὅρκο.
-Ἐσὺ τὸ Γοργοπόταμο θὰ πιάσῃς, Δυοβουνιώτη,
καὶ πολεμώντας τὸν ἐχθρὸ λησμόνησε πὼς ἔχεις
κλεισμένο μὲς στὰ Γιάννινα τὸ Γιῶργο, τὸ παιδί σου.
Βλέπε τὸ ρέμμα τοῦ νεροῦ, κᾶμε το ν᾿ ἁρμυρίσῃ
μὲ δάκρυ τῆς Ἀρβανιτιᾶς. Στεῖλε το ματωμένο
στὰ μακρινὰ τ᾿ ἀδέρφια μας τὸν τρύγο σου νὰ φέρῃ
ὡσὰν πρωτόλουβο καρπό, μαζὶ μὲ τὤνομά σου.
Ὁ Βακογιάννης στὰ ριζά, καὶ πλεύρα στὸ γεφύρι
τῆς Ἀλαμάνας, Πανουριᾶ, θὰ στήσω τὸν Καλύβα.
Εἰς τὴν Δαμάστα μένω ἐγώ, σὰς τὸ ζητῶ γιὰ χάρη,
κι᾿ ὅταν ἀρχίσουνε... Σιωπή!... μοῦ ῾κάστηκε πὼς εἶδα
σὰν ἕναν ἴσκιο νὰ διαβῇ... Ἐσ᾿ εἶσαι, μωρὲ Μῆτρε;
-Ἐγᾦμαι, καπετάνιε μου.
-Πατεῖς βουβὰ τὴ νύχτα
καὶ δὲ σ᾿ ἐγνώρισα μὲ μιᾶς. Μὲ δίκηο νυχτοπούλι
σὲ κράζουν οἱ συντρόφοι μας. Τί φέρνεις παλληκάρι;
-Ἐκίνησε ὁ Ὁμέρπασας ἀπὸ τὸ λιανοκλάδι.
-Πέτα, ροβόλα, Πανουριᾶ... Στἅρματα, Δυοβουνιώτη...
Χριστὸς ἀνέστη, ἀδέρφια μου! Καλῶς ν᾿ ἀνταμωθοῦμε
ἀπόψε πάλαι νικηταί. Κι᾿ ἂν δὲ μὲ μεταϊδῆτε,
δὲν θέλω νὰ μὲ κλάψετε. Θέλω, σὰν πολεμᾶτε,
τὴν πρώτη σας τὴν τουφεκιά, τὸ πρῶτο σὰς τὸ βόλι
γιὰ μένα νὰ τὸ ρίχνετε, γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ Διάκου.
Ἐφιληθήκανε καὶ οἱ τρεῖς. Τὰ χείλη τοῦ Θανάση
ἐλουλουδίζανε χαρά, σπιθοβολοῦν τὰ μάτια,
στὸ κρύο τἀγέρι τοῦ βουνοῦ καπνίζει ὁ ἀνασασμός του,
λὲς ἀπὸ βράχου σχισματιὰ οἱ ἀκοίμηταις οἱ φλόγαις,
ὁποὺ κρυφόβραζαν βαθειὰ στοῦ γένους μας τὰ σπλάγχνα.

Ἆσμα Τρίτον - Εἰκοστὴ τρίτη Ἀπριλίου, Μνήμη τοῦ ἁγίου καὶ ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου

Λαλοῦν οἱ πέρδικαις γλυκὰ κι᾿ ὁ ἥλιος στὴ χαρά του
ἁπλώνει μίαν ἀχτίδα του καὶ ψηλαφίζει ὁ κλέφτης
τὰ παρδαλὰ τὰ στήθια τους κι᾿ αὐταὶς ἀναγαλλιάζουν.
Κατάκορφα στὸν οὐρανὸ πετιέται κι᾿ ὁ πετρίτης,
τ᾿ ἀητοὺ πρωτοπαλλήκαρο, νὰ βάψῃ τὰ φτερούγια
μὲς στὸν αἰθέρα τῆς αὐγῆς πρὶν ἔβγη στὴν παγάνα.
Πλένουν τὰ φύλλα στὴ δροσιὰ χαρούμενα τὰ ρείκη,
καὶ στὸ ἐλαφρὸ τὸ φύσημα τοῦ ἀγέρα, ποὺ διαβαίνει,
συναπαντοῦσε φιλικὰ μὲ τὸν ἀνασασμό του
τὸ θρούμπι τὴν ἀλιφασκιά, τὸ σφελαχτὸ ἡ μυρτούλα.
Δακρύζουνε τ᾿ ἀπάρθενα τὰ χιόνια στὸ λιοπύρι,
ἀκούοντ᾿ οἱ νεροσυρμαὶς ἀπὸ ἐγκρεμὸ σὲ βράχο
νὰ παραδέρνουνε γοργὰ καὶ λὲς μὲ τὴ γαργάρα
π᾿ ἀνάκραζαν τὴν κλεφτουριὰ καὶ τὴν ἀποζητοῦσαν.
Ἐκυματίζαν τὰ σπαρτά, χαρὰ τοῦ ζευγολάτη,
καὶ κάπου κάπου ἀνάμεσα ξεπρόβαιν᾿ ἕνα στάχυ
καὶ ἔγερν᾿ ἐδῶ, κ᾿ ἔγερν᾿ ἐκεῖ τὸ τρυφερὸ κεφάλι,
ὡσὰν νὰ παραμόνευε νὰ ἰδῇ κι᾿ αὐτὸ τὸ Διάκο.
Κι᾿ ὡστόσο ἀνθρώπινη φωνὴ μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο,
ποὺ φαίνεται ὁλοζώντανος, καμμιὰ δὲν ἀγροικιέται,
οὔτε φλογέρα πιστικοῦ, οὔτε χαρᾶς τραγοῦδι
οὔτ᾿ ἀγωγιάτη σάλαγος. Ἐφαίνετ᾿ ὅλη ἡ φύσις
λουλούδι χωρὶς μυρωδιά, κόρη γλυκειά, πανώρηα,
ὁποὺ ἐγεννήθηκε βουβὴ κι᾿ ὁποὺ τὴν παραστέκει
ἡ μαυρισμέν᾿ ἡ μάνα της νὰ ἰδῇ μὴν ξεχαράξῃ
μαζὶ μ᾿ ἕνα χαμόγελο στὰ χείλη κ᾿ ἡ λαλιά της.
Ἀστράφτουνε, λαμποβολοῦν τριγύρω στὴ Δαμάστα
ἄλλοι στρωμένοι κατὰ γῆς ἄλλοι στὸ διπλοπόδι
περήφανοι, σιωπηλοί, τρακόσιοι ἀνδρειωμένοι.
Ἐπάνωθέ τους κάτασπρο τὸ φλάμπουρο τοῦ Διάκου
ἀνέμιζε τρομαχτικό, καὶ στὸ ξεδίπλωμά του
λεβέντης ἀστραπόμορφος ἐπρόβαινε ὁ Ἅη Γιώργης
μὲ τ᾿ ἄγριό του τ᾿ ἄλογο κρατώντας καρφωμένο
τ᾿ ἄσπλαγχνο τὸ κοντάρι του στὸ διάπλατο λαρύγγι
τοῦ φοβεροῦ τοῦ δράκοντα, ποὺ δέρνεται στὸ χῶμα.
Ποιὸς ἐσυντύχαινε κρυφὰ μὲ τοῦ σπαθιοῦ τὴν κόψη
κ᾿ ἐπάνω της ἐξέσερνε γοργὰ τὸ δάχτυλό του,
ποιὸς ἐπελέκαε τεχνικὰ τὴ στουρναρόπετρά του
στὸ λύκο τοῦ καρυοφυλλιοῦ, ποιὸς τρίβει τὰ παφήλια
συγνεφιασμέν᾿ ἀπὸ νοτιὰ καὶ ποιὸς γιὰ νὰ ξεδώσῃ
ἐθόλωνε μὲ τὸν ἀχνὸ τοῦ μαχαιριοῦ τὴ λάμψη.
Κανένας δὲν ἀνάσαινε. Σ᾿ ἕνα κοντρὶ μονάχος
κυττάζει ὁ Διάκος σιωπηλὸς κατὰ τὸ Λιανοκλάδι.
Ἔξυπνος κι᾿ ὀνειρεύεται. Ἀπὸ τὸ ριζοβοῦνι,
ἀνέβηκε κ᾿ ἡ καταχνιά, ψιλὸς ἀφρὸς τοῦ ἀγέρα,
καὶ μία στιγμὴ τὸν ἔκρυψε στὴ δροσερὴ ἀγκαλιά της

Ἆσμα Τέταρτον - Ἀποκάλυψις

Κοιμᾶται ἀκόμα ἡ Ἀρβανιτιά, χορτάτη, ἀποσταμένη,
μὲς στὴν πυκνὴ τὴ χλωρωσιά. Τόσες χιλιάδες κόσμος,
κι οὔτ᾿ ἕνα ὄνειρο γλυκό, οὔτ᾿ ἕνα καρδιοχτύπι!
Στοῦ ὕπνου τῆς τὴ συγνεφιὰ δὲν ἔλαμπαν ἐλπίδες,
δὲ φέγγει πόθος μακρυνός. Στὰ μάτια τῆς μαυρίλα
καὶ στὴν καρδιὰ τῆς ἐρημιά. Τ᾿ ἀνθρώπινα κοπάδια
ἀπ᾿ τὸ βαρὺ τὸν κάματο βουβά, ἀποκαρωμένα,
μὲς στὰ λουλούδια τ᾿ Ἀπριλιοῦ μαυρολογοῦν, πλαγιάζουν,
σὰν νά ῾τανε συντρίμματα, χορταριασμένες πέτρες
ὁποὺ εἶχε πάρει ὁ χαλασμὸς ἀπὸ κανέναν πύργο
καὶ τά ῾χε σπείρει ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ μὲ τοῦ σεισμοῦ τὸ χέρι.

Ἀκόμα ἡ Πούλια εἶναι ψηλὰ καὶ τῆς αὐγῆς ἀκόμα
τ᾿ ὀρνίθι δὲν ἐλάλησε. Προτοῦ νὰ βασιλέψῃ
τὸ δρέπανο τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἑνὸς βουνοῦ τὴ ράχη
ἐστάθηκε γιὰ μία στιγμὴ καὶ πικραμένο ρίχνει
τὴν ὕστερή του τὴ ματιὰ στὸ ἔρμο τὸ Ζητούνι.
Ἐμαύρισαν οἱ λαγκαδιές. Στὸ μελανό του κῦμα
τ᾿ ἀγέρι πνίγει τὰ σπαρτά, τὰ δέντρα, τὰ λιβάδια,
γένονται θάλασσα οἱ στεριές, λὲς ὅτι αὐτὸ τὸ βράδυ
ᾖρθε μὲ δυὸ μεσάνυχτα κι ἀργεῖ νὰ ξημερώσῃ.
Μὲς στὸ σκοτάδι τὸ βαθὺ χιλιόχρονο ρουπάκι
φοβέριζε τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἀγριομανητό του.
Στοιχειὸ τῆς γῆς περήφανο, βουλήθηκε νὰ φτάσῃ
τὰ σύγνεφα μὲ τὰ κλαριά, τὸν Ἅδη μὲ τὴ ρίζα,
καὶ δὲν ἀνανοήθηκε ποὺ ὁ χαλαστὴς ὁ χρόνος
τοῦ ῾χε φωλιάσει στὴν καρδιὰ καὶ τὤσκαφτε λαγοῦμι
δουλεύοντας σιγὰ σιγὰ μὲ τὰ σκυλόδοντά του.

Εἰς τὸν βαρὺν τὸν ἴσκιο του περίχαρο λουλοῦδι
ποτὲ δὲν ἐξεφύτρωσε. Οὔτε τὸ χαμομήλι
οὔτε ἡ χολάτη ἡ κυκλαμιά. Ὁλόγυρά του σπλόνοι
καὶ δρακοντιὲς φαρμακερές. Στὸ χῶμα κάπου κάπου
σπαρμένα ραχοκόκκαλα, ποὺ τά ῾χε ξεσαρκώσει
ὁ τραπεζίτης τοῦ σκυλιοῦ, τοῦ κόρακα τὸ νύχι,
ἐσέποντο χωρὶς ταφή. Κι ἀνίσως πλανεμένος
κανεὶς ἐδιάβαινε ἀπ᾿ ἐκεῖ κ᾿ ἔνοιωθε τὰ σαράκια
νὰ πριονίζουν ἄγρυπνα τὰ κούφια κατακλείδια
κι ὁλονυχτὶς νὰ τρίζουνε, ἔκανε τὸ σταυρό του
κι οὔτε ποὺ γύριζε νὰ ἰδῇ τὸ φοβερὸ τὸ δέντρο.

Στὴν μαύρη τὴν κουφάλα του ἐμόνιαζε ἕνας γύφτος,
γέροντας, κακοτράχαλος, βουβός, φωτοκαμένος,
ἀνάθρεμμα τῆς εὐλογιᾶς, τῆς λώβας στερνοπαίδι.
Τὸν ἔβοσκε βαθὺ χτικιό, τοῦ θέριζε τὰ σπλάγχνα
ἔχθρα κρυφή, παντοτινή, γιὰ τ᾿ ἄνθη, γιὰ τ᾿ ἀστέρια,
γιὰ τοῦ παιδιοῦ τὴν εὐμορφιά, κ᾿ ἔτρωγε μὲ τὸ μάτι
ὅ,τι τὸ χέρι τὸ σκληρὸ δὲν ἔφτανε νὰ φθείρῃ.
Ἔκλωθε τὴ σαπίλα του στρωμένος στὰ ξεσκλίδια,
ποὺ τὤφερνε πᾶσα φορὰ τὸ κλεψιμιό, ἡ κρεμάλα.
Ἀχώριστοί του σύντροφοι σφυριά, τριχιές, ἀμόνι,
στουρνάρια γιὰ τὸ γδάρσιμο, παληόκαρφα, ψαλίδες,
μιὰ νυχτερίδα, ἕνας σκορπιός, μιὰ κίσσα, μιὰ χελῶνα.
Κανένας δὲν ἐγνώριζε στὴ Λιβαδειὰ πῶς ᾖρθε.
Τὸν εἶχε ρίξει σύγνεφο;... Τὸν εἴχανε ξεράσει
τὰ χώματα τοῦ ρουπακιοῦ;... Κανένας δὲν τὸ ξέρει.
Ὅταν τὴ νύχτα στὸν τροχὸ τὰ σύνεργα ἐπερνοῦσε
κι ἀνάδευε τὰ χέρια του κ᾿ ἔτρεμε τὸ κεφάλι,
παρασαρκίδα ἀφύσικη μὲς στὴν κοιλιὰ τοῦ δέντρου,
ἐφάνταζεν ἀπὸ μακρὰ ὅτι ἦτον θεριεμένο
χταπόδι στὴ θαλάμη του, ποὺ πρόσμενε κυνήγι
κι ἀνήσυχο παράδερνε μὲ τοὺς ἀποκλαμούς του.

Σ᾿ αὐτὸν τὸν λάκκο ἀποβραδὺς θαμμένος εἶν᾿ ὁ Διάκος,
τ᾿ ἀστροπελέκι τοῦ βουνοῦ σβυέται σ᾿ αὐτὸ τὸ μνῆμα.
Χαρούμενο στ᾿ ἁρπάγια του τὸν ἔχει τὸ σφαλάγγι
καὶ τοῦ βυζαίνει τὴν ψυχή. Ξερὲς παλαμονίδες
τοῦ στρώνει μέσα στὴ σπηλιὰ καὶ τόνε ρίχνει ἐπάνω.
Μὲ δαγκανάρια, μὲ σχοινὶ τὰ χέρια ξεκλειδόνει
καὶ τὰ φορτόνει σίδερα, τοῦ δένει τὰ ποδάρια,
χαλκᾶ τοῦ σφίγγει στὸ λαιμό. Τὰ στήθια του πλακόνει
μ᾿ ἕνα ἀγκωνάρι κοφτερό. Τὰ σερπετὰ μαυλίζει
καὶ τὰ τινάζει ἐπάνω του... Ὕστερα, διπλοπόδι,
τὰ παραμόνευε ὁ φονιὰς μὴν ἀποκοιμηθοῦνε
κι ἀφήσουν ἀτελείωτο τὸ νυχτοκάματό τους.

Ἀκοίμητο, ἀγρυπνοῦσ᾿ ἐκεῖ καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ μάτι.

Χιλιάδες ᾔρθανε μὲ μιᾶς τριγύρω στὸ Θανάση
ψυχὲς μεγαλοδύναμες ἀπὸ τὸν ἄλλον κόσμο
μὲ τὰ παληά τους βάσανα, μὲ τὴν παλληκαριά τους,
καὶ τοῦ φιλοῦν τὸ μέτωπο καὶ τὸν περιδροσίζουν.
Στὴ σκοτεινή του φυλακή, γαλανοφορεμένες,
ἁπλόνουν τὰ φτερούγια τοὺς κ᾿ ἐπάνωθέ του ἀνοίγουν
βαθύν, ἀπέραντο οὐρανὸ καὶ τοῦ τὸν ἀστερόνουν
μ᾿ ἀθάνατες ἐνθύμησες, μοσχοβολιὲς τοῦ τάφου.

Καταίβηκε ὁ Φιλόθεος μὲ θυμιατὸ στὸ χέρι
καὶ λιβανίζει κ᾿ εὐλογᾷ. Μαζί του κι ὁ Δημήτρης
κρατώντας στὸ δισάκκι του κρυμμένα τοῦ Δεσπότη
τ᾿ ἀγαπημένα λείψανα, σὰ νὰ ζητοῦσε ναὕρῃ
λιγάκι χῶμα, ψυχικό, ἐλεύθερη μίαν ἄκρη
γιὰ νὰ τὰ θάψῃ ὁ δύστυχος. Τοὺς συντροφεύει ὁ Κούρμας,
πλατύς, ψηλὸς σὰν ἔλατος, κι ὁ Πάνος Μεϊντάνης
μὲ τὸ μικρὸ Χορμόπουλο καὶ μὲ τὸ Σπαθογιάννη.
Εἶδε τοῦ Βάλτου τὸ θεριό, τὸ Χρῆστο τὸ Μιλλιόνη,
μὲ τὴ στερνή του τὴν πληγή. Τὸ Γιάννη Μπουκουβάλα
γυμνὸ βαστώντας τὸ σπαθὶ σὰν νά ῾φτανε τρεχάτος
ψηλ᾿ ἀπὸ τὸ Κεράσοβο. Σιμά του ὁ Μητρομάρας.
Ἐφάνηκε ὕστερα ὁ Σταθᾶς, θολός, ἀνταριασμένος,
θαλασσοπούλι, πὤσταζεν ἀφροὺς ἀπ᾿ τὴν Κασσάνδρα.
Ὁ Ζῆδρος ὁ ἀνήμερος. Ὁ Θύμιος ὁ Βλαχάβας,
πού ῾χε παράπονο κρυφὸ γιατ᾿ ἦτον πεθαμένος
καὶ δὲν μποροῦσε μία φορὰ νὰ μαρτυρήσῃ ἀκόμα
γιὰ τὤνειρό του τὸ γλυκό. Ὁ Βλαχαρμάτας Βέργος.
Ὁ Λιὰς ἀπὸ τὴ Βίδαβη. Ἐπέρασε ὁ Λαμπέτης
καὶ δείχνει τ᾿ Ἀστραπόγιαννου τὴν κάρα ματωμένη
στὴν ἀγκαλιά του τὴν πιστή. Ἐκεῖ κι ὁ Ἀμπελογιάννης
μὲ τρεῖς θηλειές, ποὺ ἑσφίγγανε τὸν ἄγριο λαιμό του.
Ὁ Κωνσταντάρας, πὤφερνε στὸν ὦμο τὸ παιδί του
σφαμμένο μὲ τὰ χέρια του, μονάκριβή του κλῆρα,
γιατί, κακούργιο, ἐντρόπιαζε τ᾿ ἅρματα, τὴ γενειά του.
Ὁ Λάζος, ὁ Βρυκόλακας, ὁ γερο Κώστας Πάλλας,
ὁ Καλιακούδας ὁ Λουκᾶς, ὁ Χρόνης, ὁ Γυφτάκης,
τ᾿ Ἀνδρούτζου τ᾿ ἄσπρο φάντασμα, τρανὸ σὰν τὸ Βελούχι
μὲ τὸν ψυχοπατέρα του τὸ Βλάχο τὸ Θανάση,
λιοντάρια, ποὺ δὲν ἄφιναν τὸν Ἅδη σ᾿ ἡσυχία.
Ὁ Λιάκος ἀπ᾿ τὸν Ὄλυμπο. Ἐκεῖ κι ὁ Κοντογιάννης,
ποὺ γύρευε συγχώρεση νὰ πάῃ γιὰ τὸ Μῆτσο.
Ὁ Κατζαντώνης, πὤδειχνε μὲ κρυφοπερηφάνεια
στὸ κόκκαλό του τὸ σφυρί... Ὁ Δίπλας στὸ πλευρό του.
Ὁ Ἀλέξης ὁ Καλόγερος, οἱ Κατζικογιανναῖοι,
ἀχώριστοι στὸ σκοτωμό, στὸ μνῆμ᾿ ἀδερφωμένοι.
Τῆς Λάμιας ὁ σταυραητὸς πλακόνει ὁ Χρῆστος Γρίβας.
Σὲ φλογισμένο σύγνεφο διαβαίνει θρονιασμένος,
ἐμπρὸς στὸ Διάκο ὁ Σαμουήλ, τῆς Κιάφας ὁ προφήτης.
Κρατεῖ στὴ ζώνη τὰ κλειδιά, ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸ Κούγγι
ὅταν τὸν ἔφαγε ἡ φωτιά. Ἀχτίδες τὰ μαλλιά του,
τὰ γένεια σπίθες καὶ καπνός. Οἱ πέντε του συντρόφοι
στὸν ὦμο τους τόνε βαστοῦν. Ἀνέμιζαν τριγύρω
στὸ φοβερὸ καλόγερο παιδιὰ βυζασταρούδια,
ἀγράμπελες ποὺ ἐφύτρωσαν στὸ βράχο τοῦ Ζαλόγγου,
καθένα τοῦ ῾χε ἡ μάνα του στὴν τραχηλιὰ τῆς ρόδο
κ᾿ ἀνάμεσό τους φαίνεται ὁ γερο πολεμάρχος
σὰν περατάρης γερανός, ποὺ σέρνει στὰ φτερούγια
τὰ χελιδόνια τοῦ Μαρτιοῦ δαρμέν᾿ ἀπ᾿ τὴν ἀντάρα.
M᾿ ἀνέλπιστη παρηγοριὰ ὁ πεθαμένος κόσμος
τὸ πονεμένο τὸ κορμὶ ραντίζει τοῦ Θανάση,
κι ἐπίστεψεν ἀπὸ μακρὰ ὅτ᾿ εἶδε τὸ λημέρι,
ποὺ τὴν ψυχή του ἐπρόσμενε. Ἐρρίζωσε ἡ καρδιά του
βαθύτερα στὰ σωθικά, τοῦ φώλιασε στὰ μάτια
γλυκειὰ τῆς μάνας του ἡ εὐχή. Σκοτείδιασε τὸ φῶς του
κι ἀποκαρώθηκε ὁ φτωχός. Τὰ σερπετὰ δειλιάζουν
στ᾿ ἀγώγι τους καὶ φεύγουνε. Νεκρόνεται κι ὁ γύφτος,
ἡ φύσις ὅλη ἐσίγησε, λὲς κ᾿ ἤθελε ν᾿ ἀφήσει
ἐλεύθερα νὰ καταιβοῦν τὰ ὀνείρατα τοῦ Διάκου.

K᾿ ἰδοὺ τοῦ ῾κάστηκε μὲ μιᾶς ὅτ᾿ εἶδε τὴν κουφάλα
τοῦ δέντρου ν᾿ ἀναδεύεται. Τοῦ ρουπακιοῦ τὰ φύλλα
νὰ πέσουν ὅλα κατὰ γῆς, νὰ μεταμορφωθοῦνε,
νὰ γένουν σάρκες ζωντανές, καὶ τ᾿ ἄψυχο τὸ ξύλο
νὰ λάβῃ ἀνθρώπινη μορφή. Ἡ φλούδα μοναχή της
χωρίζει, ξεδιπλώνεται, καὶ τότε μὲ τὸ χέρι,
τὸ σιωπηλὸ τὸ φάντασμα, ποὺ στέκει ἐπάνωθέ του,
τὴ σήκωσε, τὴν ἔρριξε στὴν πλάτη του σὰ ράσο,
κ᾿ ἔμειν᾿ ἐμπρός του ἀκίνητο... Τριγύρω στὸ λαιμό του
χαράκι κόκκινο βαθύ, σὰν νά ῾θελε περάσῃ
ἐκεῖθε ἡ κόψη τοῦ σπαθιοῦ...