Αητοί και λελέκια
Συγγραφέας:
Από την ομώνυμη συλλογή διηγημάτων.


Ψηλά, κοντὰ στὴν κορφὴ τοῦ πανύψηλου βουνοῦ, στὸ βράχο τὸν ἀπάτητο μὲ τὶς πολλὲς σκισμάδες τὸν ἀστραποκαμένο, ἐκεῖ, ἀβγή, ἀβγή, ἔχουνε σύναξη οἱ ἀητοί. Ἕνας, ἕνας ἀπ' τὴ φωληά του βγαίνει καὶ πάει στὸ βράχο νὰ καλημερίσῃ τὰ συντρόφια του.

Στὸν καθάριο πάνω καὶ στὸν ἄφταστον ἀγέρα ἀνατινάζουν τὶς φτεροῦγες τους, ποῦ σὲ λίγο θὰ χύνουνε τὸ παλληκαρήσο κλάγγασμα τους καὶ πάνου στὴ σκληρὴ πέτρα τοῦ βράχου τὰ νύχια τους τροχᾶνε σὰν παλληκάρια ποῦ τοιμάζουνε τἄρματά τους γιὰ τὸν πόλεμο.

Κ' εἶν' ἕτοιμοι καὶ στέκουν στὸ φτερό, νὰ πάρουνε τὸν οὐράνιο τους τὸ δρόμο πρὸς τὶς παρθενικὲς κιἀμόλυντες πηγὲς γιὰ τὸ ξεδίψασμά τους καὶ γιὰ τὸ κυνήγι τους τὸ τρομερό.

Ἕτοιμοι νὰ παραβγοῦνε μὲ τοῦ σύγνεφου τὴν ὁρμή, νἀντισταθοῦνε στοὺς βοριάδες στὶς μπόρες καὶ στὶς ἀστραπὲς, σὰ νἄτανε τὸ παιχνίδι τους.

Στὴν ψηλότερη μεριὰ τοῦ βράχου τότες πρόβαλε ὁ μεγαλήτερος ἀητός, ὁ ἀρχηγός τους. Καὶ φάνηκε πῶς εἴτανε γεμάτος ἀπὸ ἰδέες, κ' ἔδειξε πῶς ἤθελε νὰ τοὺς μιλήσῃ γιὰ σπουδαῖο ζήτημα, κἔδειχνε μὲ τὶς ἀνήσυχες ματιές του, πῶς εἶχε μεγάλη ἀπόφαση τὴ μέρα κείνη.

Πέρα, ἡ θάλασσα ἀκόμα, σὰν τὴν ἀναλυτὴ φωτιὰ ἀστράφτει φέρνοντας θάμπωμα στὸ μάτι μὲ τὁλόγλοφο ἇρμα τοῦ ἡλιοῦ, κάτου ὁ κάμπος ἀπέραντος μιὰ σμαραγδένια ὀμορφιὰ κι ὁ οὐρανός, ζαφείρια καὶ τοπάζια μεριὲς μεριὲς καὶ γλυκοχρώματος.

Στὴν ἀκροθαλασσιὰ ἡ πολιτεία φαίνεται, στὰ τζάμια τῶν σπιτιῶν ἀντανακλοῦν χρυσὲς οἱ ἀχτῖνες τῆς αὐγῆς, ροδοβάφουνται τὰ σπίτια καὶ τὸ μικρὸ λιμάνι μὲ τὰ καραβάκια, βαστάει ἡ πάχνη τῆς αὐγῆς στὸν κάμπο κι ἀποκρύβει τἄσπρα σπιτάκια ἀνάμεσα στὶς πρασινάδες τοῦ χωριοῦ.

Οἰ συναγμένοι ἀητοὶ πάνω στὸ θεώρατο βράχο, ψηλὰ στὸ ξάγναντο, μοιάζουνε μὲ τοὺς ἀρχαίους θεοὺς τοῦ Ὄλυμπου, ποῦ βγαίνανε ἀπὸ τὰ παλάτια τους, νὰ δοῦνε καὶ νὰ διαφεντέψουνε τὸν κόσμο.

Ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀητῶν ἄρχισε νὰ μιλάῃ στοὺς συναγμένους συντρόφους του ἐκεῖ στὸ βράχο.

- Ἐμεῖς· θεοὶ καὶ βασιλιάδες, στὸ πέταμα κανένας δὲ μᾶς φτάνει, χαρὰ κανένας σὰν κἐμᾶς δὲ νοιώθει, σὰν κἐμᾶς χάρη δὲν ἔχει, σὰν κἐμᾶς δόξα καὶ ζωή. Ἐμᾶς βλέπουνε καὶ λένε παλληκαριὰ καὶ λεβεντιὰ. Τὴ δική μας τὴ λεφτεριὰ κανένας δὲ φαντάστηκε καὶ τὴ δική μας τὴ ματιά κανεὶς δὲν ἔχει. Ἐμεῖς τὰ λέφτερα πουλιὰ καὶ τἀντριωμένα, δὲν εἴμαστε μονάχα γιὰ νὰ καμαρώνουμε, τὴ μπόσικη τὴν περηφάνεια ποτέ μας δὲ ζηλέψαμε.

Ὁ πόλεμος πάντα εἶναι γιὰ μᾶς τὸ χρέος τὸ ἱερό.

Ἐμεῖς νά φροντίζουμε καὶ γιὰ τὴ λεφτεριὰ τῶν ἄλλων. Τὸ μεγαλήτερό μας χρέος εἶν' αὐτό. Κεῖνος ποῦ δὲν ἔχει λεφτεριὰ δὲν ξέρει καὶ τὶ θὰ πῇ κι ἂν ξέρει, δὲν ἔχει τὴ δύναμη γιὰ νὰ τὴν ἀποχτήσῃ. Ἐμεῖς τὸ δρόμο θὰ τοῦ δείξουμε. Καὶ κάθε θυσία γιὰ τὴ λεφτεριὰ τοῦ ἀντρειωμένου εἶναι τὸ χρέος. Ἀλλοιῶς ἡ δοξασμένη, ἡ βασιλική μας, ἡ ζωὴ κ' ἡ περηφάνεια ὴ ἀσύγκριτη τίποτις δὲν ἀξίζει· τοῦ κάκου θὰ μᾶς λένε ἀντρειωμένους, ὅταν τὸ χρέος μας ξεχνᾶμε.

Τὸν ἄκουγαν τὸν ἀρχηγό τους οὶ ἀητοὶ καὶ μοσκομύριστο περιβόλι τὴν καρδιά τους νοιώθανε κι ὅλο συμμαζωνόντουσαν κοντήτερά του, γιατὶ βλέπανε, πῶς εἴχανε τὴ μέρα κείνη νὰ κάνουν κάποιο μεγάλο κίνημα. Κι ὁ ἀρχηγός τους ξακολούθησε.

- Θάνατος, ἀντρειωμένα μου συντρόφια, θάνατος σ' ὅλους τοὺς ἄχρηστους καὶ στοὺς τεμπέληδες καὶ στοὺς χαραμοφάηδες, ὅπου ντροπιάζουνε τὴ δόξα, τὴ λεφτεριὰ καὶ τὴ ζωή. Βλέπετε πέρα, κεῖ στὴν πολιτεία. Ἐκεῖ, εἶναι μαζωμένοι ἕνα πλῆθος ἀμέτρητο ἀπὸ τέτοιες ψυχές. Ἐκεῖ κουρνιάζουνε χιλιάδες λελέκια βρωμερὰ πάνου στὰ σπίτια τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τὄχουνε οἱ τύραννοι καμάρι, γοῦστο δικό τους δόξα τους καὶ περιγέλοιο καὶ οἱ ραγιάδες οἱ κακόμοιροι ἄθελα σὲ κάποια συμπάθεια καὶ κάποιο θαμασμό. Τὰ ντροπιασμένα λελέκια καφκηθήκανε κἐκεῖνα, πῶς εἶν' καλήτερα κι ἀξιώτερα 'πὸ τοὺς ἀητούς, γιατὶ ἔχουνε φτερὰ ποῦ τρίζουν στὸν ἀγέρα καὶ μὲ 'κεῖνα σηκόνονται κάμποσες πῆχες ἀπὸ τὴ γῆ ψηλά. Θάνατος σ' ὅλα τὰ λελέκια ποῦ μᾶς ντροπηάζουνε.

Ὅλοι οἱ ἀητοὶ ἐλαφρὰ ἀναδέβανε τὰ φτερά τους στὰ λόγια τἀρχηγοῦ ποὺ τοὺς κεντρίζανε τώρα τὴν καρδιά.

Τοὺς εἶπε ἀκόμα μερικὰ γιὰ τὰ λελέκια, πῶς ζοῦνε ἀπ' τἀποφάγια τῶν ἀλλονῶν, πῶς ξεφτελίζουνε ὅλα τὰ πετούμενα καὶ σέρνονται στοὺς βούρκους καὶ στοὺς βάλτους, στὰ στενορρύμια καὶ στὶς χιλιοπατημένες στράτες. Στερνὰ τοὺς κατάστρωσε τὸ σκέδιο τοῦ πολέμου καὶ πέταξε πρῶτος μπροστὰ ὁ ἀρχηγὸς κ' ὅλοι οἱ ἀητοὶ τὸν ἀκολουθήσανε.

Σὲ λίγη ὥρα τὸ κοντινὸ χωριὸ τῆς πολιτείας ἔβλεπε τοὺς ἀητοὺς ἀραιομένους νὰ ξενομίζουν τὰ λελέκια καὶ νὰ τὰ κυνηγοῦνε μὲ λύσσα καὶ νὰ τὰ σκοτώνουνε.

Τὰ λελέκια ὅλα ἕνα κοπάδι μπήκανε στὴν πολιτεία γιὰ νὰ γλυτώσουνε. Μὰ οἱ ἀητοὶ συμμαζωμένοι τώρα τὰ καταδιώχνουνε. Τότες γίνηκε τὸ μεγάλο τὸ κακὸ ἔξω ἀπ' τὴν πολιτεία. Ὅλα τὰ λελέκια σηκωθήκανε, ὅλα ἕνα μεγάλο καὶ κατάμαυρο σύγνεφο χύμηξε μὲ βουὴ καὶ χίλια κραξίματα κατὰ τοὺς ἀητούς. Ὁ σπαραγμὸς κι ὁ ἀλαλαγμὸς μεγάλος. Οἱ ἀητοὶ σκίζανε τὰ κοπάδια τῶν λελεκιῶνε σὰ σαΐτες καὶ σπέρναν γύρω τους τὸ θάνατο. Γιόμισε κάτω ἡ γῆς ἀπ' τὰ νεκρὰ λελέκια κι ὁ κόσμος ὅλος ἀπ' τὴν πολιτεία βγῆκε καὶ τρομαγμένος ἀγνάντεβε τὸν φοβερὸ τὸν πόλεμο. Οἱ ἀητοὶ, σὰν κουραζόντουσαν τραβούσανε στὰ μισαούρανα κι ἀλλοίμονο στὰ λελέκια ποῦ τοὺς ἀκολουθούσανε. Καὶ πάλι ἀπὸ ψηλὰ ζυγιαζόντουσαν καὶ πέφτανε σὰ βολίμια ἀνάμεσα στὰ κοπάδια τῶν λελεκιῶν καὶ τὰ θερίζανε.

Τοῦ κάκου πρόσμενε ὁ κόσμος γιὰ νὰ πάψῃ ὁ πόλεμος. Οἱ ἀητοὶ εἴχανε ἀποφασίσει νὰ ξολοθρέψουν τὰ λελέκια. Γιόμισε ὁ κάμπος κι ὁ γιαλὸς ἀπ' τὰ κουφάρια τους.

Ὁ κόσμος συμπόνεσε τὰ δύστυχα λελέκια καὶ βγήκανε ὅλοι μὲ τὰ ντουφέκια στὰ χωράφια καὶ σημαδεύανε τοὺς ἀητοὺς γιὰ νὰ τοὺς διώξουνε. Στὶς πρῶτες ντουφεκιὲς ποῦ πέσανε ἀμέτρητες λαβώθηκαν καὶ δυὸ ἀητοί, ποῦ σηκωθήκανε ψηλὰ-ψηλὰ γιὰ νὰ χαροῦν στερνὴ φορὰ τὸ πέταμά τους καὶ νὰ πέσουνε μακρυὰ ἀπὸ τὸ μολυσμένο τόπο. Τραβήχτηκαν τότε καὶ οἱ ἄλλοι ἀητοί. Κ' ἐκεῖ πάνου στὰ τετράψηλα ἀκούσανε τὸν ἀρχηγό τους ποῦ τοὺς ἔλεγε.

- Συντρόφια μου ἀντρειωμένα, ὅσο ὑπάρχουνε στὸν κόσμο τύραννοι καὶ ραγιάδες οἱ τιποτένιοι πάντα θἄχουν πέραση καὶ δόξα μάταιη. Ἐμεῖς τὸ χρέος μας ποτὲ μὴ λησμονᾶμε.