Όταν ο Φύλαξ είδε το Φως

Όταν ο Φύλαξ είδε το Φως
Συγγραφέας:


Χειμώνα, καλοκαίρι κάθονταν στην στέγη
των Ατρειδών κ’ έβλεπ’ ο Φύλαξ. Τώρα λέγει
ευχάριστα. Μακριά είδε φωτιά ν’ ανάβει.
Και χαίρεται· κι ο κόπος του επίσης παύει.
Είναι επίπονον και νύκτα και ημέρα,
στην ζέστη και στο κρύο να κοιτάζεις πέρα
το Αραχναίον για φωτιά. Τώρα εφάνη
το επιθυμητόν σημείον. Όταν φθάνει
η ευτυχία δίδει πιο μικρή χαρά
απ’ ό,τι προσδοκά κανείς. Πλην καθαρά
τούτο κερδήθηκε: γλιτώσαμ’ απ’ ελπίδας
και προσδοκίας. Πράγματα εις τους Ατρείδας
πολλά θα γίνουνε. Χωρίς να ’ναι σοφός
κανείς εικάζει τούτο τώρα που το φως
είδεν ο φύλαξ. Όθεν μη υπερβολή.
Καλό το φως· κι αυτοί που έρχονται καλοί·
τα λόγια και τα έργα των κι αυτά καλά.
Και όλα ίσια να ευχόμεθα. Αλλά
το Άργος ημπορεί χωρίς Ατρείδας να
κάμει. Τα σπίτια δεν είναι παντοτινά.
Πολλοί βεβαίως θα μιλήσουνε πολλά.
Ημείς ν’ ακούμε. Όμως δεν θα μας γελά
το Απαραίτητος, το Μόνος, το Μεγάλος.
Και απαραίτητος, και μόνος, και μεγάλος
αμέσως πάντα βρίσκεται κανένας άλλος.