Όνειρο
Συγγραφέας:
Από τη συλλογή «Παλιοί σκοποί»


Εἶδα πῶς γύρισα ἀπ' τὰ ξένα
Καὶ στ' ὥριο βρέθηκα σπιτάκι
Ποῦ μιὰ φορὰ μικρὸ παιδάκι
Περνοῦσα χρόνια βλογημένα.

Ἄχ, ζοῦσε τὸ σπιτάκι ἀκόμα!
Τὰ γιασουμιά του γύρω ἀνθοῦσαν,
Μὰ ἀδέρφια μέσα πιὰ δὲν ζοῦσαν,
Τἀδέρφια τἆχε φάει τὸ χῶμα!

Κ' εἶδα πῶς τἆχαν ἀσπρισμένα
Ὀγδόντα χρόνια τὰ μαλλιά μου,
Κ' εἶταν ἀδύνατη ἡ λαλιά μου,
Κ' εἶταν τὰ μάτια μου σβυσμένα.

Κ' εἶδα πῶς πλάγιασα στὸ μέρος
Ποῦ μιὰ φορὰ μικρὸς κοιμούμουν,
Κι ἄν εἶναι ἀλήθεια συλλογιούμουν
Πῶς τυραννιέμαι τώρα γέρος.

Κ' εἶδα πῶς ἔρριχτε μιὰ ἀχτίδα
Κι' ὁ ἥλιος πρὸς τὸ παραθύρι,
Σὰ νὰ ζητοῦσε πρὶ νὰ γύρῃ,
Στὸ θάνατο νὰ δώσῃ ἐλπίδα.

Καὶ σιγανὰ ψυχομαχοῦσα
Σὲ πρῶτο καὶ στερνὸ κρεββάτι,
Κι ἀπὸ τὸ φύσημα τοῦ μπάτη
Νὰ πάρω ἀναπνοὴ ζητοῦσα.

Καὶ λόγιαζα μὲ θλίψη γύρω,
Καὶ κοίταζα τὴ στέγη ἀπάνω,
Κ' εἶπα, καιρός μου νὰ πεθάνω,
Καιρὸς στ' ἀδέρφια μου νὰ σύρω.

Κ' εἶδα πῶς πέθανα μὲ εἰρήνη,
Καὶ πῶς μὲ πῆγαν δίχως θρῆνο
Στὸ ρημοκκλήσι, ποῦ κ' ἐκεῖνο
Πιὸ ἔρμο ὡς τώρα εἶχε γίνει.

Στ' ἀδέρφια μ' ἔφεραν κ' ἐμένα,
Νὰ μὲ χαροῦν τὰ κόκκαλά τους,
Ποῦ τοὺς ξεχνοῦσα στὰ καλά τους,
Καὶ γύριζα στὰ μαῦρα ξένα.