Ὅλα γίνονται
Συγγραφέας:
Σελ. 667-670, τ.11, Έτος Α΄ (15 Σεπτεμβρίου 1927) του περιοδικού «Νέα Εστία»


ΟΛΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ
ΔΙΗΓΗΜΑ

Εἶναι τώρα δεκαπέντε μέρες ποὺ ἡ κυρία Σαρίκη βρίσκεται σὲ μεγάλη κίνηση· ὅσο δηλαδὴ τῆς ἐπιτρέπουν τὰ μισοπιασμένα της πόδια καὶ τὰ ἑβδομήντα ὀχτώ της χρόνια. Μὰ τ’ ἦταν, ἀλήθεια, καὶ τοῦτο τὸ ξαφνικό; Γιὰ ὅλο τὸν ἄλλον κόσμο, βέβαια, δὲν εἶναι τίποτα. Νά: ἕνας χορός· ἢ καλύτερα, μιὰ οἰκογενειακὴ γιορτή· ἕνα πρᾶμα δηλαδὴ συνειθισμένο. Μά, γιὰ τὴν κ. Σαρίκη καὶ γιὰ τὴν κόρη της, τὴ δεσποινίδα Ἀννίτσα—ἀκόμα τήνε λένε ἔτσι—τὸ πρᾶμα διαφέρει. Καὶ ὄχι μόνο διαφέρει, ἀλλὰ καὶ τὶς ταράζει σὲ ἀπίστευτο βαθμό. Ὁρίστε μιὰ λίμνη ἀτάραχη. Ἄξαφνα κάποιος, γιὰ χάζι, σοῦ πετάει μιὰ πετρούκλα μὲς στὴ μέση καὶ στὰ κάνει ὅλα μούσκεμα. Βάζει σὲ κίνηση τὸ κοιμισμένο νερό, τὶς ἀκίνητες καλαμιές, τὰ φωλιασμένα πουλιά... Ἂς εἶναι.

Καὶ δὲν πρόκειται μόνο γιὰ τὸ χορό· τὸ πιὸ σπουδαῖο εἶναι πὼς στὴ γιορτὴ θὰ παρευρεθῇ καὶ ἕνας ὑπουργός. Ναί. Ἀκοῦτε; Ἕνας ὑπουργός! Ἄχ, Θεέ μου!... καὶ ὁ ὑπουργὸς εἶναι ἀνύπαντρος, γεροντοπαλλήκαρο!... Σῶσον, Κύριε τὸν λαὸν σου.... Ὅλα γίνονται. Τὰ φέρνει ἔτσι ὁ Θεὸς ποὺ ὅλα γίνονται. Ταιριάζει τ’ ἀταίριαστα, μερώνει τ’ ἀνήμερα, φτάνει νὰ θέλῃ. Εἶναι τώρα δεκαπέντε μέρες λοιπὸν ποὺ ἡ κ. Ζαρίκη πολεμάει νὰ καταπείσῃ τὴν Ἀννίτσα νὰ πάῃ στὴ γιορτή. Ναί. Δὲν ξέρω τώρα τελευταῖα, τί ἔπαθε καὶ τοῦτο τὸ εὐλογημένο τὸ κορίτσι! Κλείστηκε καὶ δὲν ἐννοεῖ νὰ πάῃ πουθενά. Λὲς καὶ τήνε πήρανε τὰ χρόνια!...

Ἡ γριὰ ἔχει τὸ λογαριασμό της. δηλ. τὰ 78 της χρόνια γιὰ μέτρο ἀλάθευτο: τὸ τυλίγει καὶ τὸ ξετυλίγει καὶ μετρᾷ καὶ λογαριάζει καὶ δὲν πέφτει ρούπι ἔξω. Ποῦ λοιπὸν, σὲ παρακαλῶ, 78 καὶ ποῦ 37! Ἔχ’ ἡ Ἀννίτσ’ ἀκόμα μπροστά της καιρό, οὔ σαράντα ἕνα χρόνια. Τί χτυπητοί, ἀλήθεια, ποὺ γίνονται οἱ ἀριθμοὶ ἀπὸ τὰ εἴκοσι πέντε κι’ ἀπάνω! Τριάντα, τριάντα πέντε, σαράντα, πενῆντα... Τὰ λὲς καὶ σοῦ γεμίζουνε τὸ στόμα. Τὰ συλλογᾶσαι καὶ θαρεῖς πὼς καμπάνες σοῦ ξεκουφαίνουν τ’ αὐτιά. Τέλος καὶ γιὰ νὰ μὴν τὰ πολυλογοῦμε, ἐδῶ καὶ δυὸ βδομάδες ἦρθε ἡ ἐγγόνα τὴς κ. Σαρίκη, ἡ Κλειώ, —τὸ τσακλοκούδουνο, τὸ χτεσινὸ μωρό... «—Γιαγιά, σήμερα δεκαπέντε κλείνω χρόνο ποὺ παντρεύτηκα. Ὁ Γιῶργος θέλει νὰ γιορτάσουμε τὸ γεγονός. Κοίταξε νὰ καταφέρῃς τὴ θειὰ τὴν Ἀννίτσα νὰ ρθῇ... Ἂν δὲν ἔρθῃ, ξέρεις θὰ τοῦ κακοφανῇ τοῦ Γιώργου. Καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ... Ἄκουσε, γιαγιά, ἡ γιορτὴ εἶναι οἰκογενειακὴ, βέβαια, μὰ θἄχουμε καὶ τὸν κύριο Φαντά, τὸν ὑπουργό... εἶναι ἀδελφικὸς φίλος τοῦ Γιώργου, φίλος μας, κι’ ἔχομε τὸ λογαριασμό μας. Ξέρεις, γιαγιά, ὅλα γίνουνται...»

Ἄχ, μὰ τ’ ἦταν τοῦτο ποὺ τῆς εἶπε! Ἀφήνουμε πιὰ τὰ ἄλλα· γιατὶ τὴς εἶπε κι’ ἄλλα, ἕνα σωρὸ μικροπράματα, μὰ τοῦτο τὸ τελευταῖο ἤτανε ποὺ τὴν ἔβαλε στὰ αἵματα. Δεκαπέντε μέρες τώρα λοιπὸν τὴς ἔβγαλε τὴν ψυχὴ τὴς καϋμένης τὴς Ἀννίτσας. «—Ἐγὼ στὴν ἡλικία σου ἔκανα τοῦτο.... ἐγὼ στὴν ἡλικία σου ἔκανα κεῖνο... Ναί! σὰν κι’ ἐσένα ἐγὼ ἤμουνα πεταλούδα! Μ’ ἔπαιρνε ὁ μακαρίτης ὁ πατέρας σου καὶ πηγαίναμε σὲ ὅλους τοὺς χορούς. Τὶς ἀπόκριες γλεντούσαμε ἀπὸ τὴ μιὰν ἄκρη τὴς βδομάδας ὡς στὴν ἄλλη. Δὲ λογάριαζα κούραση· δὲν τὴν ἔννοιωθα. Τώρα ἐσύ, ἂν βγῇς τὸ πρωί, δὲ μπορεῖς νὰ βγῇς τὸ ἀπόγευμα. Ἂν ἔχῃς νὰ πὰς τὸ βράδι πουθενά, πρέπει νἆσαι ξαπλωμένη ὅλο τὸ ἀπομεσήμερο· ἐκδρομὴ δὲ θὲς νὰ πάς, γιατί, λέει, μετὰ τὸ φαῒ βαραίνεις, κλείνουν τὰ μάτια σου, γίνεται σαλάτα. Ἄκου!... παιδὶ πρᾶμα, νὰ σοῦ κάνῃ τέτοιες κουβέντες!... Μά, ἄ δὲ μπῇς, ἄ δὲ βγῇς, ἄ δὲν κουνηθῇς, πῶς θὰ σὲ δῇ κι’ ἕνας ἄνθρωπος, ἔ; Εἶδα κι’ ἔπαθα νὰ σὲ καταφέρω νὰ κόψῃς τὰ μαλλιά σου. Ὅλες σου οἱ φιλενάδες φαίνουνταν μικρότερες κι’ ἐσὺ μεγαλύτερη μ’ ἐκεῖνο τὸν κότσο!.. Ἔλα, ἐμπρός, σήκω!.. Φώναξε τὴ μοδίστρα, πήγαινε στὰ μαγαζιά, ἄνοιξε τὰ μπαοῦλα, βγάλε νὰ δοῦμε... Νά, ξύλωσε τοῦτο, σιδέρωσε κεῖνο... Ἅμα τὸ μαντάρης αὐτὸ ἐδωνά, δὲ θὰ φαίνεται· νά, θὰ πιαστῇ στὸ δέσιμο. Ἔλα!.. φόρεσε τὰ γάντια σου, χώσ’ τα στὴ μπενζίνα... τρίφ’ τα τώρα...»

Ἄχ, Παναγία μου, πῶς τήνε βασανίζει ἡ μάνα της! Πῶς τήνε παιδεύει, χωρὶς νὰ τὸ νοιώθῃ. Πῶς θἄθελε, Χριστούλη μου, νὰ τὴν ἀφήσουν κεῖ δά, σὲ μιὰ γωνιά, ἥσυχη, μὲς στὸ ἀποκάρωμα ποὺ τῆς ἔφερε τὸ πνίξιμο τῶν ὀνείρων της ἐδῶ καὶ τόσα χρόνια! — μαύρη θάλασσα, γιομάτη ναυάγια.... Ὅ, τι τῆς λέει ἡ μητέρα της τὸ κάνει· δὲ λέει ὄχι· γιατὶ νὰν τῆς χαλάσῃ τὴν καρδιά; Γιατὶ νὰ τὴν πικράνῃ; Αὐτὴ τὴ μάνα ἔχει ὅλη, ὅλη. Μαζὶ ἐγεράσανε.

Τώρα πῶς νὰν τῆς πῇ: «Καϋμένη μαμά, ναί, ἐσὺ στὴν ἡλικία μου, ἔτρεχες, πήγαινες, γλεντοῦσες, μὰ εἶχες τὸν ἄντρα σου ἀπὸ δεκαοχτὼ χρονῶ· τὸν ἀγάπησες, τόνε πῆρες, ἔζησες. Ναί, μὲ κατάφερες νὰ κόψω τὰ μαλλιά μου, μὰ δὲν ξέρεις... Τὴν πρώτη μέρα ποὺ βγῆκα ἔξω, ἕνα κοριτσάκι τοῦ δρόμου, ἕνα παλιοκόριτσο βέβαια, στάθηκε, μὲ κοίταξε καλὰ-καλὰ ἀπὸ πάνω ὡς κάτω καὶ εἶπε σὰ νὰν τὄλεγε στὸν ἑαυτό του: «—Μπά... μιὰ γριὰ μὲ κομμένα μαλλιά!..» Ζαλίστηκα. Ἤμουνα ἔξω, στὴ δροσιά, κι’ ὅμως ἔνοιωσα μιὰ τέτοια φωτιὰ στὰ σωθικά μου, ποὺ νόμισα πὼς θὰ πέσω χάμω. Ἐπροχώρησα κι’ ἔνοιωθ’ ἀκόμα τὸ φοβερὸ μάτι τοῦ παιδιοῦ νὰ μ’ ἀκολουθῇ, νὰ μπήγεται σὰν καρφὶ στὸ κορμί μου. Ναί, ἔκανα, πὼς δὲν κατάλαβα, μὰ ὡς πότε θὰ κάνω βέβαια πὼς δὲν καταλαβαίνω!... Μαμά, βαρέθηκα, μ’ ἀκούς;.. βαρέθηκα τὴ ζωή μου. Ἄφησέ με δωνά, στὴ γωνιά μου, δὲ θέλω, δὲν ἐπιθυμῶ πιὰ τίποτα, τίποτα! Καὶ τὰ δάκρυά της στάζουνε βροχὴ μὲς στὴν καρδιά της, ὥσπου ἦρθε καὶ ἡ κρίσιμη μέρα.

Ἡ Ἀννίτσα κοιτάζει τὸν οὐρανὸ καὶ παρακαλεῖ: Νἄτανε, λέει, νἄπιανε καμμιὰ μπόρα κειδὰ κατὰ τὸ βραδάκι, πρὶν ν’ ἀρχίσῃ νὰ ντύνεται. Ἄχ, ὅλα γίνουνται... δὲν τὄχει γιὰ τίποτα, νὰ σοῦ γεμίσῃ ἄξαφνα ὁ οὐρανὸς μὲ σύννεφα καὶ νὰ σοῦ ἀρχίσῃ μιὰ μπόρα, μὰ ἀπὸ κεῖνες τὶς μπόρες! Νὰ βροντᾷ, ν’ ἀστράφτῃ, νὰ ὁρμοῦν τὰ ποτάμια, νὰ παφλάζουν ὄξω ἀπὸ τὶς πόρτες, ξερριζώνοντας, σέρνοντας ὅ,τι βροῦνε· νὰ γείνῃ τέλος πάντων ἡ συντέλεια τῶν αἰώνων, μόνο καὶ μόνο γιὰ ν’ ἀποφύγῃ τὸ χτένισμα, τὸ βάψιμο, τὸ παπούτσωμα, τὸ κορσάρισμα... μ’ ἕνα λόγο: τὸ ντύσιμο, γιατί, ὅσο γιὰ τ’ ἀποδέλοιπα, ἀμ’ ἔχει κι’ αὐτὴ τὸ λογαριασμό της, ὅπως τὸν ἔχουνε καὶ ὅλ’ οἱ ἄλλοι. Μὰ σοῦ εἶναι σήμερα ἕνας καιρός, καλοκαιράκι! Καὶ τοῦτο τὸ βράδι, ἀσυγνέφιαστο, γαλήνιο, μὲ τὰ ἄστρα του στὴ θέση τους, ἀτάραχα, μὲ τ’ ἀεράκι του, μὲ τὴ μακρυνή του βουὴ ποὺ δείχνει πὼς ἡ κίνηση τῆς μέρας ἄρχισε νὰ καταλαγάζῃ...

Ἡ Ἀννίτσα κοιτάζει τώρα τὴ μητέρα της: Θεούλη μου, ποῦ τὴ βρίσκει τούτη τὴν ὄρεξη; Ντουλάπια, συρτάρια, κουτιὰ ἀνοιχτά. Βουτᾷ τὰ χέρια της καὶ βγάζει: φτερά, κορδέλλες μπιχλιμπίδια... Ἑβδομήντα ὀχτώ χρονῶ; Ποιά; Λάθος. Αὐτὴ τώρα μὲ τὸν ἄντρα της ἀνεβοκατεβαίνει, στρηφογυρίζει... Σαλόνια, κόσμος, μουσικές...

—Στάσου!.. Βάλε κορσὲ νὰ περιμαζευτῇς... μὴν παρασφίγγεσαι, θ’ ἀνέβη τὸ αἷμα στὸ κεφάλι σου. Βάλε τὴ ζώνη πιὸ χαμηλά... Ὄχι, αὐτὸ δὲ σοῦ πάει, βγάλτο... ναί, ἔτσι. Κάρφωσε στὰ μαλιά σου αὐτὴ τὴ μαργαρίτα... Ὄχι, βάλε καλύτερα τοῦτο τὸ στεφανάκι... εἶδες; ὅλα τὰ θυμηθήκαμε, μόνο τὰ λουλούδια ξεχάσαμε νὰ φρεσκάρωμε. Μὰ δὲν πολυδιακρίνονται ἀνάμεσα στὰ μαλλιά... Ναί, ἔτσι· ὅσο νὰ σοῦ τὰ κρατάῃ, γιὰ νὰ μὴν ἀνασηκώνωνται, καθώς θὰ χορεύῃς. Γιατί ὁ ἄλλος νὰ δῇ πὼς ἔχεις μιά, δυὸ τρίχες ἄσπρες; Θὰ κάθεσαι τώρα νὰν τοὺς δίνῃς λογαριασμὸ πὼς τὶς εἶχες ἀπὸ δεκάξη χρονῶ;.. Πουντράρισε, καϋμένη, τὰ μπράτσα σου... ἔχουνε διαφορὰ ἀπὸ τὸ πρόσωπο...

Ἡ Ἀννίτσα κοιτάζει τώρα στὸν καθρέφτη τὴ στεφανωμένη της ἀπελπισία.

Ἄχ, Θεέ μου, τί ὄμορφη ποὺ εἶναι ἀπὸ μακριὰ ἡ ψεύτικη ὀμορφιά της ποὺ δὲ θὰ βαστάξῃ ἀπάνω ἀπὸ δυὸ ὧρες!.. Τί κουρασμένες ποὺ εἶναι ἀπὸ τώρα, κάτω ἀπὸ τὴν τεχνητή τους λάμψη, οἱ γραμμές της!.. κι’ αὐτὲς οἱ σάρκες ποὺ κρέμασαν λίγο γύρω ἀπὸ τὸ σαγόνι... Κάνει νὰ χαμογελάσῃ καὶ μοιάζει σὰ μάσκα, ποὺ θέλοντας κάποιος νὰ τὴν κάνῃ γελαστή, τὶς τραβᾷ πρὸς τ’ ἀπάνω τὶς γωνιὲς τῶν χειλιῶν μὲ δυὸ γραμμίτσες. Τὰ μάτια, τὸ μέτωπο, τὰ μάγουλα βαριά. Ἄχ, γιατὶ νὰ μὴ μπορῇ νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπ’ αὐτὴ τὴ λυπημένη μάσκα, ποὺ τὴν κοιτάζει μὲς ἀπὸ τὶς ξεφτυσμένες της τρύπες μὲ κάτι μάτια μαραμμένα, τσουρουφλισμένα, ἀπὸ τὸ πέρασμα τῆς μεγάλης φλόγας... Καὶ ὥς τόσο ἀκούει τὶς ὁδηγίες τῆς μάνας της.

—Ναί, ναί, μαμά...

—Μὰ σύ, δὲ μὲ προσέχεις.

—Προσέχω: νά, φροντίζω νἄχω πάντα πίσω μου τὸ φῶς. Αὐτὸ δὲ μοὖπες;

—Ναί. Καὶ νὰ μὴν εἶσαι σκουντούφλα, ἀκούς;.. Νὰ μὴν ἀρχίσῃς νὰ νυστάζῃς...

—Μὰ τί λὲς τώρα, μαμά;..

—Νὰ εἶσαι ὁμιλητική. Ἐσὺ ξέρεις νὰ συζητῇς πολιτικά. Ἕνας ὑπουργός, κατάλαβες;.. Θὰ τοῦ κάνῃς ἐντύπωση... θὰ σὲ προσέξῃ. Δὲν τὴν ξέρει κανεὶς τὴν τύχη τοῦ κοριτσιοῦ... ὅλα γίνουνται.

Μὲ τὰ λόγια τοῦτα καὶ μὲ χίλιες δυὸ ἄλλες παραγγελιὲς μάνα καὶ κόρη καλονυχτίζουνται. Ἄχ, νὰ βαστοῦσαν τὰ πόδια της καὶ σοὔλεγα ἐγώ!.. Μὰ τί νὰ σοῦ κάνῃ, ποὺ μόλις μπορεῖ πιάνοντας δῶ καὶ κεῖ νὰ φτάσῃ ἀπὸ τὸ μεντέρι στὸ κρεββάτι της· ἀλλιῶς, ἀντὶς ἡ γριά τους ὑπηρέτρια, θὰ τήνε πήγαινε ἡ ἴδια στὸ χορὸ νὰ τὴν καμαρώσῃ. Νὰ κάθεται ἔτσι δὰ σὲ μιὰν ἄκρη νὰ βλέπῃ, καὶ νὰ μὴ χορταίνῃ...

Πόρτες ἀνοίγονται, κλείνονται, ὁμιλίες ἀκούονται... ὕστερα τὸ ταξὶ ποὺ σταματᾷ ἀπὸ κάτω μὲ τὸ ρυθμικό του βράσιμο, — σωστὸς μαστροφασαρίας, —ὕστερα τὸ ξεκίνημα κ’ ὕστερα ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία. Ὅλα τοῦτα δίνουν ἕναν τόνο γιορτῆς στὴν ἀτμοσφαῖρα τοῦ ἡσυχασμένου δρόμου καὶ τοῦ κλεισμένου σπιτιοῦ.

Μόνο κάτω, κειδὰ στὴν εἴσοδο, κοντὰ στὴ σκάλα, τουρτουρίζει μπουμπουλωμένη ἡ Ἀννίτσα· περιμένει πέντε — δέκα λεπτὰ νὰ καταλαγάσῃ τὸ χτυποκάρδι της.

Νά την τώρα ποὺ μπαίνει σὰν κλέφτης στὴ σάλα. Κάθεται ξυλιασμένη στὸν καναπὲ κι’ ἀνασαίνει δύσκολα. Ἄκρα ἡσυχία βασιλεύει στὸ σπίτι. Ἡ μητέρα της, ξαπλωμένη στὸ κρεββάτι, θὰ ὀνειριάζεται στὸ μισοΰπνι της, πὼς ἡ κόρη της εἶναι ἡ βασίλισσα τῆς βραδιᾶς.

Ἄν ἤτανε ποτὲ δυνατὸ νὰ πάῃ σὲ μιὰ τέτοια συγκέντρωση!.. Νὰ βλέπῃ τὴν Κλειώ, τὸ τσακλοκούδουνο, νὰν τήνε συσταίνῃ δεξιά κι’ ἀριστερά: «Ἡ θεία μου!..» «—Κύριε Ὑπουργέ!..» Κ’ αὐτὸς νὰν τὴ μετρᾷ μὲ τὸ μάτι, νὰ κάνῃ τὴ σύγκριση, νὰ ὑποκλίνεται: «—Κυρία!..» Ὕστερα θὰ πληροφορηθῇ καὶ στὴ δεύτερη βόλτα θὰ κάνῃ παντοίους τρόπους νὰ τὴν πλησιάσῃ μόνο γιὰ νὰ διορθώσῃ τὴ γκάφφα: «—Δεσποινίς!..» Θὰ τρέξη κοντά της καὶ καμιὰ ἀπὸ τὶς παντρεμένες φιλενάδες της... «—Μὰ τὸ Θεό, Ἀννίτσα μου, νὰ μὴ σὲ ματιάσω, στέκεσαι μιὰ χαρά! Ἔ, τί λές; Ἀκόμα κανένας γαμπρός;»—«Ἀκόμα»! Τί μαχαιριά! Πόσες φορὲς δὲν τ’ ἄκουσε αὐτὸ τὸ «ἀκόμα»! θὰ κάνῃ ὅ, τι μπορεῖ νὰ μὴν τὸ ξανακούσῃ.

Ὅλα γύρω της εἶναι ἄδεια, κι’ αὐτὴ χωρὶς θέση μὲς στὴ χαρὰ τοῦ κόσμου, ἄχρηστη, βάρος τῆς γῆς καὶ τοῦ ἑαυτοῦ της. Νἄχη ἕνα ταίρι δίπλα της, νὰ τὴν κοιμίζῃ στὴν ἀγκαλιά του, νὰν τῆς δίνῃ τὸ χέρι καὶ νὰν τὴ σηκώνῃ ψηλά, μὲς στὸ φῶς, — ὁ δυνατός, ὁ ἄντρας, ὁ προστάτης. Τώρα ζῇ στὸ μισόφωτο, τριγυρισμένη ἀπὸ τὴν ἀδιάφορη καὶ γι’ αὐτὸ πιὸ σκληρὴ εἰρωνεία τῶν ἀνθρώπων. Φοβᾶται νὰ πάῃ στὸ θέατρο· κάπου θὰ ξεπηδήσῃ «ἡ γεροντοκόρη», σάτυρα, φαρμάκι γιὰ τὴν καρδιά της, ἀπόλαυση γιὰ τὸ πλῆθος ποὺ χασκογελᾷ. Τρέμει ν’ ἀνοίξῃ βιβλίο: «... ἡ στεγνὴ ψυχὴ τῆς γεροντοκόρης...» Δὲν ἐγγίζει ἐφημερίδα: «... ἡ σκούπα τοῦ δρόμου, αὐτὴ ἡ γεροντοκόρη τοῦ Δημαρχείου...»

Ἄχ!.. ἤτανε μιὰ χρυσὴ κλωστὴ ποὺ τὴν ἔδενε μὲ τὸν κόσμο· ἡ κλωστὴ κόπηκε κι’ αὐτὴ κατρακυλάει κι’ ὅλο πάει πίσω, κι’ ὅλο βγαίνει ἀπὸ τὸν κύκλο, ὥσπου νἄρθῃ ἡ καλούμενη ὥρα καὶ νὰ κλείσῃ τὰ μάτια. Δὲν περιμένει πιὰ τίποτα.

Τώρα κάθεται κεῖ, στὸν καναπέ, σωστὸ φάντασμα μὲς τὸ σκοτάδι καὶ ζῇ μιὰ δική της ζωή, ἔντονη, γιομάτη πρόσωπα, γιομάτη φῶς, ὄνειρα, χτυποκάρδια, ἀπελπισία! Ἡ τωρινὴ καὶ ἡ περασμένη της ζωὴ στρηφογυρίζουν ἀνάκατα, μπερδεύουνται μέσα της καὶ τὰ γεγονότα ποὺ τὴν ἔκαψαν, ξεπηδοῦν ὁλοζώντανα, σὰ νἄτανε χτές. Γιορτές, τρεχάματα, ἀνυπομονησίες, ἐξάψεις, ὅρκοι, δάκρυα, σχέδια μελλοντικά, ἴσον μηδέν. Ἄνοιξ’ ἕνας γκρεμὸς καὶ τὰ κατάπιε. Αὐτὴ μόνο ἔμεινε νὰ τριγυρίζῃ ἀπάνωθέ τους σὰ φάνταμα καὶ νὰ μὴ μπορῇ νὰ γλυτώσῃ ἀπ’ αὐτά. Νά!.. θυμᾶται μιὰ Πρωτομαγιά, καὶ μὲς στὴ χλαλοὴ τῆς γιορτῆς, μὲς στὰ λιγώματα τῶν κομμένων λουλουδιῶν, τὰ γρήγορα λόγια τοῦ ἀγαπημένου της, ἡ νεανική του ὁρμή, ἡ κομμένη ἀπὸ τὸν πόθο ἀνάσα του, ποὺ τήνε τύλιγε σὰ φλόγα καὶ τὴ μεθοῦσε... Κ’ ὕστερα ἡ πρότασή του... Νά τος, τόνε βλέπει μπροστά της ὁλοζώντανο!.. Ὤ Θεέ μου!.. τ’ εἶναι τοῦτο ποὺ τῆς λέει; «... Ναί... Ὅποτε θέλεις, Ἀννίτσα μου, ἔ;.. καὶ νὰ φύγουμε ἀπὸ δῶ, νὰ πᾶμε νὰ ζήσουμε μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀγάπη μου... ἀγάπη μου, οἱ δυό μας, —ἄχ’ οἱ δυό μας! —ἔτσι, γιὰ λίγον καιρό... ναί, ναί... ἐσὺ κι’ ἐγώ... μαζί...» Κι’ ἀμέσως ἕνας ἀναστεναγμὸς ποὺ δὲν ἔμοιαζε μὲ καμμιὰν ἀνθρώπινη φωνή, ἕνα σφίξιμο, ποὺ τήνε τρόμαξε, τήνε πάγωσε, κι’ ὕστερα ἕνα βάρβαρο σπρώξιμο: «—Δὲ μ’ ἀγαπᾷς!» Ἐκείνη δὲ βγάζει μιλιά. Γυρνᾷ τὶς πλάτες ἀλύγιστη κι’ ἀνακατεύεται μὲ τοὺς δικούς της σὰν ὑπνωτισμένη. Δυὸ — τρία λουλούδια ποὺ βαστοῦσε, ἔπεσαν ἀπὸ τὰ χέρια της, χωρὶς νὰν τὸ καταλάβῃ καὶ γύρισε σπίτι της ἄνανθη, στεγνή, ἄδεια.

Εἶν’ ἀπὸ τότες δεκατέσσερα χρόνια κι’ ἀκόμα κλαίει. Κλαίει καὶ γιὰ ὅλες τὶς ἄλλες ἀγάπες: γιὰ τὴν πρώτη μὲ τὸ πρῶτο φιλί, τὰ ἔρωτα δάκρυα, τὴν πρώτη ἀπόγνωση· κι’ ἔπειτα τὶς ἄλλες: ὅλες θερμές, ὁρμητικὲς στὴν ἀρχή, κι’ ὕστερα ξένες, ἀπόμακρες καὶ πάντα πρόσκαιρες. Νὰ τώρα, ποὺ πρέπει ν’ ἀνοίξῃ ἕνα φέρετρο... Τὸ παλληκάρι ποὺ κοίτεται μέσα, ἦταν ἕνα παιδὶ ζωηρὸ καὶ ἀνήσυχο ποὺ τὴν ἀγάπησε παράξενα, ποὺ φοβόταν νὰ τὴν ἀγγίξῃ καὶ τῆς φιλοῦσε μόνο τὰ δάχτυλα... ποὺ ἔκλαιγε μὲ τὸ τίποτα καὶ ποὺ πέθανε πάλι μὲ τὸ τίποτα, ἔτσι, ὅπως σβύνει ἡ λάμπα μὲ μιὰν ἀναπνοή. Ὡς καὶ ὁ θάνατος στάθηκε μπρὸς στὴ χαρά της κι’ ἐθέρισε μιὰν ἀγάπη, ποὺ μπορεῖ καὶ νὰ μὴ μαραινόταν ποτές!...

Ἄχ’, κι’ ἀπόψε νοιώθει τὴν καρδιά της γιομάτη ἀπ’ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀγάπες... Ὄχι!.. δὲν ἔχει κανένα μίσος, μόνο παραπονιέται ποὺ ποτὲ κανένα δὲν ἐγέλασε καὶ πάντα αὐτὴ γελάστηκε. Γιατί;... Ρωτᾷ καὶ ὅλα σωπαίνουν γύρω της καὶ κανεὶς δὲν εἶναι νὰν τῆς δώσῃ ἀπόκριση. Μόνο τὰ δάκρυα της πέφτουνε ζεστὰ στὰ μαραμμένα της χέρια, —τὰ χέρια ποὺ ὀνειρεύτηκαν δημιουργίες κι’ ἔμειναν στεῖρα κι’ ἄχαρα.

Σὲ μιὰ στιγμὴ ἡ Ἀννίτσα σηκώνεται, ἀνάβει ἕνα σπίρτο, κοιτάζει τὸ ρολογάκι της: τρεῖς: Τυλίγεται στὸ πανωφόρι της, πάει στὴν κάμαρά της κάνοντας θόρυβο.

Ἡ μητέρα της ἀναπετιέται.

—Ἦρθες;

—Ναί.

—Δὲ σ’ ἄκουσα.

— Θὰ κοιμώσουνα.

—Τί ὥρα εἶναι;

—Μά... θἆναι τεσσερεσήμιση.

—Μπράβο!.. θαυμάζει ἡ γριὰ καὶ συλλογᾶται τί γλέντι θἄγεινε στῆς Κλειῶς. Σ’ ἔφερε ὁ Γιῶργος;

—Ναί.

—Ἀνάβει τὸ φῶς γιὰ νὰ γδυθῇ.

—Πωπώ, τὰ μάτια σου κόκκινα! χόρεψες πολύ;

—Οὔ!

—Εἴχανε κόσμο;

—Ἀρκετό.

—Καὶ ὁ ὑπουργός;...

—Δὲ μ’ ἄφησε στιγμή.

—Γιὰ πές μου...

—Αὔριο, μαμά, γιατὶ δὲ μπορῶ νὰ σταθῶ στὰ πόδια μου. Νυ-στά-ζω!... Τὰ μάτια μου κλείνουνε.

—Καλά... καλά. Διασκέδασες;

—Πολύ. Οὔ! Αὔριο θὰ στὰ πῶ.

Καὶ οἱ δυὸ γυναῖκες κουκουλώνουνται. Ἡ μιὰ κάνει ἡσυχία τῆς ἄλλης. Τῆς μιανῆς ἡ σκέψη πάει κατακόρυφα, ὁρμάει στὸ φῶς κι ἀπὸ τὴν πολλὴ λάμψη τὰ μάτια της θαμπώνουν καὶ τὰ δάκρυα τρέχουν στὰ γερασμένα της μάγουλα· ἡ ἄλλη πάει τοῦ βυθοῦ καὶ ποτὲ δὲν ἀγρυπνήσανε καὶ οἱ δυὸ μὲ τόσα δάκρυα στὰ μάτια, ὅσο κείνη τὴ νύχτα ποὺ ἡ μιὰ συλλογιούνταν πὼς ὅλα γίνουνται καὶ ἡ ἄλλη πὼς ὅλα τέλειωσαν.

ΑΙΜΙΛΙΑ ΣΤΕΦ. ΔΑΦΝΗ