Ήταν μία φορά ένας Γιάννης...

Ἦταν μία φορὰ ἕνας Γιάννης...
Συγγραφέας:



Ἦταν μία φορὰ ἕνας Γιάννης
σ᾿ ἕνα πράσινο χωριό,
καὶ δὲν εἶχε οὔτε χαΐρι
καὶ δὲν εἶχε οὔτε μυαλό.

Μά, σὰ Γιάννης, δίχως γνώση,
τὸν ἐπόνεσε ἡ καρδιὰ
καὶ τοῦ κόλλησε μεράκι
γιὰ τὴν κόρη τοῦ παπᾶ!

Τἄκουσαν μικροί, μεγάλοι
καὶ γελοῦσαν - ὤχ! ὤχ! ὤχ!
Παλαμίδα σοῦ μυρίζει,
ντεϊμεντὲ νὰ φᾶς κολοιό.

Στὸν παπᾶ πηγαίνει ὁ Γιάννης
μιὰ καὶ δυὸ καὶ τοῦ μιλεῖ
καὶ τὴν Ἑλενιὼ γυρεύει
καὶ τὸ χέρι του φιλεῖ.

Μὰ ὁ παπὰς τὴν ἁγιαστούρα
παίρνει εὐτὺς καὶ τὸν ξορκίζει
καὶ μὲ τὴ χοντρὴ μαγκούρα
στὴν αὐλὴ τὸν προβοδίζει,

καὶ κρατώντας τὸ στειλιάρι
ἀνεβαίνει στὸ πατάρι:
- Κόρη μου νὰ σὲ χαρῶ
δυὸ λογάκια νὰ σοῦ πῶ!

Τὴν ἁρπάζει ἀπ᾿ τὴν κοτσίδα,
τὴν πετάει στὴν ἀντρομίδα
καὶ τῆς κάνει τὰ πλευρά της
μαλακὰ σὰν τὴν ...καρδιά της.

Τ᾿ ἄκουσαν μικροὶ μεγάλοι
καὶ γελοῦσαν - χά! χά! χά!
- Τῆς ἀγάπης τὶς λαχτάρες
σοὺτ καὶ μήτε τοῦ παπᾶ!

Μὰ τοῦ Γιάννη τὸ μεράκι
τώρα τοὔγινε φαρμάκι.
Φεύγει, πάει, μιὰ καὶ δυό,
στὸ ψηλὸ καμπαναριό,
κάνει τὸ σκοινὶ θηλιὰ
καὶ κρεμιέται στὰ καλά.

Κ᾿ ἡ ξανθὴ παπαδοπούλα
ἔγινε καλογριούλα.
Τὸ χτωήχι στὸ δεξί της,
κομποσχοίνι στὸ ζερβί της,

ξέχασε πατέρα, μάνα
καὶ τρελλὰ παραμιλᾷ:
-Χτύπα, Γιάννη, τὴν καμπάνα
γιὰ ν᾿ ἀρχίσει ἡ λειτουργιά.

Τἄκουσαν μικροί, μεγάλοι
καὶ γελοῦνε - χά! χά! χά!
χτύπα Γιάννη τὴν καμπάνα
γιὰ ν᾿ ἀρχίσει ἡ λειτουργιά!