Έρως και Νυξ
Συγγραφέας:


Εις την αγκάλην της νυκτός ο Έρως εκοιμήθη·
ο άνθρωπος μ' έν φίλημα εις σκότος εγεννήθη.

Της γης τα σπλάγχνα άροτρον δεν έσχισεν ακόμα,
δεν ήτο λέξις πενιχρά δισύλλαβος η πλάσις·
τύπον ανθρώπινον ποδός δεν έφερε το χώμα
και άπειρον σιωπηλόν επλήρου τας εκτάσεις·
απλών γονίμους πτέρυγας ο έρως εις τα πλάτη
επώαζε τον άνθρωπον, τας πόλεις και τα κράτη.

Η νυξ από τα πέρατα του ουρανού προβαίνει·
εσθήτα μαύρην έσυρεν, αθόρυβος εχώρει,
μυστηριώδης, παγερά, στυγνή ως ειμαρμένη,
εφαίνετο ότι στολήν τον θάνατον εφόρει.
Κ' ενώ η φρίκη χαιρετά τα ίχνη των ποδών της
διάδημ' αδαμάντινον κοσμεί το μέτωπόν της.

Ο έρως την απήντησε· το ιλαρόν παιδίον
ησθάνθη άιφνης πάλλοντα τα νεαρά του στήθη,
δεν είδε την ομήγυριν φασμάτων απαισίων·
ηγάπησε το άγνωστον και την χαράν ηρνήθη.
Ω! παρασύρ' η άβυσσος, αρπάζει την καρδίαν
και προτιμώμεν της χαράς πολλάκις την πικρίαν.

Δεινή και μεγαλοπρεπής συγχρόνως ερωμένη
η νυξ την κόμην έλυσε και προς το κύμα κύπτει,
και την μορφήν αυτής ζητεί· αλλά εκπεπληγμένη
ουδέν απήντησε· σκιά επί του πόντου πίπτει.
Τα δύο άπειρα, η νυξ, η θάλασσα, ενούνται
και τα υγρά βασίλεια εξαίφνης ρυτιδούνται.

Ηγάπησε το άγνωστον ο έρως εις το σκότος·
εις την ψυχράν αγκάλην της την κεφαλήν του κλίνει·
ακούεται ψιθυρισμός και φιλημάτων κρότος
και μετ' ολίγον σιωπή και φοβερά γαλήνη.
Σιγά ο έρως και σιγά ο θάνατος επίσης,
τοσούτον είναι συγγενής η ισχυρά των φύσις.

Λαμπάδες τον υμέναιον εκείνον δεν φωτίζουν,
δεν αντηχούν γέλωτες και θόρυβος ασμάτων,
εδώ, εκεί, διάττοντες το σκότος διασχίζουν·
η νυκτερίς παρίσταται, και εκ διαλειμμάτων
θρηνεί εις λεύκης κορυφήν ο βύας μονοτόνως·
Παράδοξος η τελετή, απαίσιος ο χρόνος.

Εις την αγκάλην της νυκτός ο έρως εκοιμήθη,
ο άνθρωπος μ' έν φίλημα εις σκότος εγεννήθη.
Εκ τούτου ήδη η πικρά αντίφασις του βίου·
εκ τούτου ευγενείς παλμοί βαθείας συμπαθείας,
και ρεμβασμοί ατίθασσοι φρονήματος αγρίου,
αισθήματα αγνά παιδός κ' αισθήματα σκοτίας·
μίγμα παράδοξον χαράς ονείρων και οδύνης
ο πρώτος έρως της νυκτός εγέννησε εκείνης.