Ένα δύο
Συγγραφέας:
Ο Σουρής επιστρατεύεται και σατυρίζει τη ζωή του στρατώνα. 6 Οκτωβρίου 1880.


Νά! βαρεῖ ἡ διάνα... Μὰρς εἰς τὸ φτερό!
Τὰ παιδιὰ ξυπνοῦνε ὅλα στὴ στιγμή,
παίρνουν τὰ τουφέκια, μπαίνουν στὴ γραμμή,
μπαίνω κι' ἐγὼ τότε μέσα στὸ χορό,
κι' ἕ ν α δ υ ὸ φωνάζω σὰν παιδὶ μωρό.

Ἕνας σπαθοφόρος μ' ὕφος σοβαρὸ
ἔρχεται κοντά μου, κι' ἅμα τὸν κυττάζω
μὲς στὰ μάτια τρέμω καὶ ἀνατριχιάζω,
καὶ πρὶν μὰρς προστάξῃ, πρῶτος προχωρῶ,
κι' ἕ ν α δ υ ὸ φωνάζω σὰν παιδὶ μωρό.

- Ἔξω τὸ ποδάρι τὸ ἀριστερό,
ἴσα τὸ κεφάλι, μέσα ἡ κοιλιά...
ἂν κανένας βγάλῃ ἀπὸ σᾶς μιλιά,
ἀπ' τ' αὐτὶ τὸν παίρνω καὶ τὸν τιμωρῶ,
κι' ἕ ν α δ υ ὸ φωνάζω σὰν παιδὶ μωρό.

- Μὴν ξυστῇ κανένας ἢ μὰ τὸ σταυρὸ
θὰ τοὐρθῇ καμμία ξαφνικὴ σφαλιάρα...
- Μὰ μὲ τρῶν' ἡ μυῖγες, λέω μὲ τρομάρα.
- Ἂς σὲ φᾶν – μὲ τόνο λέει αὐστηρό,
κι' ἕ ν α δ υ ὸ φωνάζω σὰν παιδὶ μωρό.

Μιὰ φορὰ παιδάκι ἤμουν τρυφερό,
καὶ μὲ τουφεκάκι ξύλινο στὸν ὦμο
ἕ ν α δ υ ὸ μονάχος φώναζα στὸ δρόμο...
Ποῦ νὰ ξέρω τότε πὼς παιδὶ μωρὸ
θὲ νὰ γίνω πάλι τοῦτο τὸν καιρό;