Ένας αϊτός περήφανος
Ένας αϊτός περήφανος |
Δημοτικό τραγούδι |
Ἕνας ἀιτὸς περήφανος, ἕνας ἀιτὸς λεβέντης
ἀπὸ τὴν περηφάνεια του κι’ ἀπὸ τὴ λεβεντιά του,
δὲν πάει τὰ κατώμερα νὰ καλοξεχειμάσῃ,
μοὺ µένει ἀπάνω ’ς τὰ βουνά, ψηλὰ ’ς τὰ κορφοβούνια.
Κ’ ἔρρηξε χιόνια ’ς τὰ βουνὰ καὶ κρούσταλλα ’ς τοὺς κάμπους,
ἐμάργωσαν τὰ νύχια του κ’ ἐπέσαν τὰ φτερά του.
Κι’ ἀγνάντιο βγῆκε κ’ ἔκατσε, ’ς ἕνα ψηλὸ λιθάρι,
καὶ μὲ τὸν ἥλιο μάλωνε καὶ μὲ τὸν ἥλιο λέει.
«Ἥλιε, γιὰ δὲ βαρεῖς κ’ ἐδῶ ’ς τούτη τὴν ἀποσκιοῦρα,
νὰ λειώσουνε τὰ κρούσταλλα, νὰ λειώσουνε τὰ χιόνια,
νὰ γίνῃ μιά ἀνοιξη καλή, νὰ γίνῃ καλοκαῖρι,
νὰ ζεσταθοῦν τὰ νύχια µου, νὰ γιάνουν τὰ φτερά µου,
νὰ ρθοῦνε τἄλλα τὰ πουλιὰ καὶ τἄλλα µου τἀδέρφια.»