Ένας αλχημιστής
Συγγραφέας:


Ἕνας φτωχὸς διάβολος ἐνεφανίσθη μίαν ἡμέραν εἰς κἄποιο γραφεῖον κομίζων ὅλα τὰ ρίγη τοῦ χειμῶνος. Ἕνα κουρελιασμένο πουκάμισο ἐξετέλει ἐπὶ τῆς θλιβερᾶς του ὑπάρξεως καθήκοντα γελέκου, σακκακιοῦ καὶ παλτοῦ ταὐτοχρόνως.

− Δὲ ζητάω ἐλεημοσύνη, κύριοι. Κανένα παληὸ παλτὸ ἂν ἔχετε νὰ μὲ οἰκονομήσετε − εἶπε πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ γραφείου − θὰ κάνετε μεγάλο μυστήριο. Βγῆκα ἀπ' τὸ νοσοκομεῖο, δὲν μπορῶ νὰ ἐργασθῶ καὶ θὰ ξαναπουντιάσω ἀπ' τὸ κρῦο.

Οἱ ἄνθρωποι τοῦ γραφείου, στοὺς ὁποίους εἶχαν μεταδοθῇ τὰ ρίγη τοῦ φτωχοῦ διαβόλου, ἐκυττάχθηκαν, μὲ συγκίνησιν, ἀναζητοῦντες μίαν λύσιν τοῦ τραγικοῦ προβλήματος. Ἐπὶ τέλους, κἄποιος ἀπ' αὐτοὺς πρόεβη εἰς τὴν φιλάνθρωπον χειρονομίαν.

− Πέρασε τὸ μεσημέρι ἀπὸ τὸ σπίτι − εἶπε στὸν τουρτουρίζοντα ἀλήτην, δίνοντάς του τὴν ὁδὸν καὶ τὸν ἀριθμὸν − νὰ σοῦ δώσω ἐγὼ ἕνα παλτό. Δὲν τώχω γιὰ πέταμα ἀκόμα, ἀλλὰ σὲ λυπᾶμαι, κακομοίρη.

Ὁ φτωχὸς διάβολος ὑπεδέχθη τὴν χειρονομίαν μὲ εὐχὰς καὶ εὐλογίας καὶ οἱ συνάδελφοι τοῦ δωρητοῦ δὲν εὕρισκαν λέξεις νὰ τοῦ ἐκφράσουν τὴν ἐπιδοκιμασίαν των.

− Αὐτὸ εἶνε ψυχικό! Ἔσωσες ἕναν ἄνθρωπον…

Ἂς ἀκούσωμεν τώρα τὴν συνέχειαν ἀπὸ τὸν εὐγενῆ φιλάνθρωπον.

− Λοιπόν, κύριοι, προχθὲς μ' ἐκεῖνο τὸ τρομερὸ κρῦο, εἶδα αὐτὸν τὸν κατεργάρη, στὸν ὁποῖον εἶχα χαρίσει ἕνα παλτό, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μὲ ὑπηρετήσῃ ἀξιόλογα μερικοὺς μῆνας ἀκόμα, τὸν εἶδα νὰ βγαίνῃ ἀπὸ μιὰ ταβέρνα…

− Τὶ σημαίνει; τοῦ εἴπαμε. Ἐπειδὴ τοῦ χάρισες ἕνα παλτό, εἶχες τὴν ἀξίωσιν νὰ παραιτηθῇ κάθε ἄλλης παρηγορίας εἰς τὸν κόσμον αὐτόν;

− Δὲν εἶχα τὴν ἀξίωσιν αὐτήν… μᾶς ἐξήγησεν. Ἀλλὰ τὸν εἶδα νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὴν ταβέρνα, χωρὶς παλτό. Περὶ αὐτοῦ πρόκειται.

− Καὶ τί ἔγινε τὸ παλτό;

− Μετεμορφώθη εἰς κρασί. Ἁπλούστατα ὁ φοβερὸς αὐτὸς ἀλχημιστὴς εἶχε τὴν τέχνην νὰ μετουσιώνῃ τὰ παλτὰ εἰς κρασί. Διότι, ὅπως ἔμαθα ἀργότερα, τρεῖς ἄλλοι φιλάνθρωποι τὸν εἶχαν ἐφοδιάσῃ τὴς ἡμέρες ἐκείνες μὲ παλτά. Καὶ ποιὸς ξέρει πόσοι ἄλλοι ἀκόμα.

− Καὶ μετουσιώθησαν ὅλα εἰς κρασί;

− Ὅλα! Μὲ τὴν συνεργασίαν, ἐννοεῖται, τῶν παλιατζήδων. Φυσικά, ὅταν τὸν εἶδα νὰ τουρτουρίζῃ πάλι, δὲν μπόρεσα νὰ κρατηθῶ. Τὸν ἐκάλεσα καὶ τοῦ ἔδωκα νὰ καταλάβῃ ὅτι εἶνε ἕνας παλῃάνθρωπος, ἀνάξιος νὰ τὸν λυπηθῇ κανείς. «Τί τὤκανες τὸ παλτό;» τὸν ἠρώτησα μὲ μόλις συγκρατουμένην ἀγανάκτησιν. Καὶ τὶ νομίζετε πῶς μοῦ ἀπήντησε; −«Τὸ φοράω…». «Δὲ ντρέπεσαι νὰ λὲς ἀκόμα, πῶς τὸ φορᾶς;» τοῦ λέω. Καὶ τὶ μοῦ λέει; − «Τὸ φοράω ἀπὸ μέσα. Ἄλλοι, βλέπετε, φοροῦν τὸ παλτό τους ἀπόξω καὶ ἄλλοι ἀπὸ μέσα. Ὁ σκοπὸς εἶνε νὰ ζεσταθῇ κανείς…». Πῶς σᾶς φαίνεται ἡ ἀπάντησίς του;

− Πολὺ λογικὴ καὶ πολὺ εἰλικρινὴς …, τοῦ εἴπαμε. Ἔτσι ἢ ἀλλιῶς τὸ παλτό σου ἐξεπλήρωσε τὸν προορισμόν του. Θὰ ἦτο ἀσυγχώρητος ὁ φτωχὸς αὐτὸς διάβολος, ἂν ἀντὶ νὰ μετουσιώνῃ τὰ παλτὰ τῶν φιλανθρώπων εἰς οἶνον τὰ μετουσίωνεν εἰς ὕδωρ.