Ἕνας ἥρωας
Συγγραφέας:


Στρῶστε κλίνη ἀπὸ ροδόφυλλα,
λίγη ἀνάπαψη νὰ πάρῃ
τὸ λαμπρὸ τοῦ τόπου καύχημα,
τ' ἀφροδίσιο παλληκάρι.
Νίκαις ἄλλοι ἂς ὀνειρεύωνται
εἰς τὰ θεῖα τῆς Κρήτης ὄρη·
τοῦτος νίκησε μία κόρη!

Μοναχή, τοῦ κόσμου ἀμάθητη,
δὲν ἐξάνοιξε τὰ βρόχια,
ποὖχε στήσῃ τ' ἀρχοντόπουλο
στὴν ὀρφάνεια καὶ στὴ φτώχεια.
Τώρα κλαίει· τὸ νοῦ της ἔχασε·
καί, στὰ ὀνείρατα ποῦ κάνει,
βλέπει πάντα ἕνα στεφάνι.

Τί πειράζει! Ἂς χύνουν δάκρυα
τὰ θλιμμένα της ἀστέρια,
ὅσα χύνει αὐτὸς ἀνθόνερα
στὸ κεφάλι καὶ στὰ χέρια.
Ταὶς γλυκάδαις δὲν ἐχάρηκε
τῶν ἀγγέλων ἐδῶ κάτου
στὴν τρισεύγενη ἀγκαλιά του;

Τὴν ἀθώα, τὴν πρώτη ἀγάπη της
δὲν ἐπλέρωσαν ἀκόμα
τὰ φιλιά, ποῦ καταδέχτηκε
νὰ τῆς δώσῃ τέτοιο στόμα;
Ἕνα ρόδο ποῦ πρωτάνοιξε
ὅλους εὔκολα μεθάει
μὲ τὸ μόσχο ποῦ σκορπάει.

Τέτοια ὀσμὴ σὲ λίγο παίρνοντας,
μὲ βουΐσματα περίσσια
θὰ χυθοῦν γοργὰ τριγύρω της
τὰ χρυσόφτερα μελίσσια.
Ἡ τρελλή! γιατὶ νὰ θλίβεται
καὶ τ' ἀδύναμα νὰ θέλη,
ὅταν ἔχῃ τόσο μέλι;

Κάλλιο, ναί, νὰ πέφτῃ γλήγορα
ἀπὸ μία στὴν ἄλλη ἀγάπη·
νὰ φιλῇ, καὶ νἆναι ἀδιάφορη
γιὰ τὸν ἄσπρο ἢ τὸν Ἀράπη·
τί νὰ μείνῃ ἀπαρηγόρητη
ἂν ἀκόμη ἀκολουθήσῃ,
μὰ τὸ ναί, ποῦ δὲ θὰ ζήσῃ.

Ἄχ ἐπῆε! - Τί τέλος ἔκαμε
ἂν ὁ ἄρχοντας τὸ μάθῃ,
ποιός τὸ ξέρει στὴ συνείδηση
μὴν ἀκούσῃ κἄποιο ἀγκάθι!
Μὴ στὸ νοῦ του ξαναζήσουνε,
φανερὰ σὰν τὴν ἀλήθεια,
τῆς γιαγιᾶς τὰ παραμύθια!

Τὸ προβλέπω· θὰ τοῦ φαίνεται
πῶς ἀργὰ τὴ νύχτα ἐκείνη
ξάφνου ὁλόρθη ἀνασηκόνεται
ἀπ' τὴν κρύα στερνή της κλίνη·
πῶς ἀγνάντια στὸ κρεββάτι του
στηθοδέρνεται καὶ κλαίει,
καὶ κατόπι αὐτὰ τοῦ λέει:

Ἄχ! γιατὶ κλεισμένη μ' ἄφηκες
ὁλομόναχη ἐκεῖ κάτου;
Τὴν ἐρμιὰ τοῦ τάφου σκιάζομαι
καὶ τὴν ἄγρια σκοτεινιά του.
Γιὰ νὰ λείψῃ ἀπὸ τὰ στήθη μου
τὸ ξεπάγιασμα τοῦ τρόμου,
θέλω νἆσαι στὸ πλευρό μου.

Μὴ μὲ σπρώχνῃς! Εἶναι ἀδύνατο
ναὔρω ἀνάπαψη στὸ χῶμα,
ποῦ μὲ διώχνει, γιατὶ μ' ἔλυωσες,
πρὶν αὐτὸ μὲ λάβῃ ἀκόμα.
Δὲν ἀκοῦς; - βογγάει, ταράζεται,
καὶ τὰ νέα, γερά σου μέλη
γιὰ θροφή του τώρα θέλει.

Πᾶμε, φῶς μου! Ἀλλοῦ τὰ μάτια σου
μὴ γυρίζῃς τρομασμένα.
Πᾶμε! πᾶμε! - δὲν ὡρκίστηκες
νἆσαι ἀχώριστα μ' ἐμένα;
Θὲ νὰ ἰδῇς ὁποῦ ἀξημέρωτη,
μὲς τὴν ἄσαρκη ἀγκαλιά μου,
εἶν' ἡ ὡραία νυχτιὰ τοῦ γάμου!

Δὲ βαρυέσαι! Ἂν ὅμοια ὀνείρατα
νὰ ἰδῇς κἄποτε σοῦ λάχῃ,
πὲς γελῶντας: ἐγεννήθηκαν
ἀπὸ ἀκάθαρτο στομάχι. -
Πῶς ἀλλιῶς θὲ νὰ σοῦ φαίνεται
φοβερό, μεγάλο θῦμα
μία φτωχὴ ποὖναι στὸ μνῆμα.

Βγαίνει ἀλήθεια; Εὐθὺς οἱ δοῦλοι σου
ἂς μὲ κράξουνε καὶ ζόρκοι,
γιὰ νὰ διώκω αὐτὸ τὸ φάντασμα
μὲ τῆς Μούσας μου τὸ ξόρκι.
Θὲ ν' ἀκούσῃς, ἀρχοντόπουλο,
τί τραγούδια θὰ σοῦ ψάλῃ
στὸ χρυσόξανθο κεφάλι!

Τώρα ἐδῶ, ποῦ στρώνει ὁλόχαρη
ἀπὸ ρόδα ἕνα κλινάρι,
ἔλα πάρε λίγη ἀνάπαψη,
ἀφροδίσιο παλληκάρι!
Τούρκους ἄλλοι ἂς ξολοθρεύουνε
εἰς τὰ θεῖα τῆς Κρήτης ὄρη,
σύ! - θανάτωσες μία κόρη.