Άσμα περί του Τσαρλαμπά και των περιπετειών του Ανδρούτσου
Άσμα περί του Τσαρλαμπά και των περιπετειών του Ανδρούτσου |
Ανάρια ανάρια τα ’ριχναν οι κλέφτες τα τουφέκια.
Γιατί ’ναι οι μαύροι λιγοστοί, γιατί ’ναι οι μαύροι λίγοι,
Κάν δεκαφτά κάν δεκοχτώ κάν ’κοσιδυό νομάτοι.
Και ο Μαυροδήμος έλειπε με δεκοχτώ νομάτους
Πάει να βαφτίση ένα παιδί να πιάση μια κουμπάρα,
Για να την έχη γύρισμα ο Μαυροκαπετάνιος.
Οντά ’ρχεται απ’ την Λιβαδιά οντά ’ρχεται απ’ την Φήβα
Και πάει κατά τα Κούντουρα και πάει κατά τη Βίλια
Και θε να βρη τους φίλους του τον Μήτρο τον Μιχάλη.
Και κάνει τον κατήφορο και πάει κατά το Ταλάντι
Πάη να βρη την κλεφτουριά τον καπετάν Ανδρούτσο.
Να ’παν κατά την Πρέβεζα να ’παν κατά τον Βάλτο
Να ’παν να ξεχειμάσουνε τον φετεινό χειμώνα.
Ανδρούτσο πού ξεχείμασες τον περσινό χειμώνα;
Στην Πρέβεζα ξεχείμασα ’στου Τσαρλαμπά τα σπήτια.
Κ’ επήγαν κ’ αποκλείστηκαν στην άκρη από τον λόγγο.
Μουχτάρ Πασάς τους πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδαις
Και Ανδρούτσος εχουχούτησε σαν άξιο παλληκάρι.
Δεν σε φοβούμαι, Μουχτάρ Πασά, στον νουν μου δεν σε βάνω,
Έχω τ’ ασκέρι διαλεκτό, τ’ ασκέρι διαλεμένο
Εγώ Τούρκους δεν σκιάζομαι Κονιάρους δεν φοβάμαι
Έχω τους ταρακλίτσιδαις με τα σπαθιά στα χέρια.
Σαν έκαμαν κ’ εχύθηκαν ’στον Έπαχτο τους πάνε.
Πιάνουν τριακόσους ζωντανούς τριακόσους σκοτωμένους
Πέφτουν τα τόπια σαν βροχή η μπόμπαις ’σαν χαλάζι
Και αυτά τα λιανοτούφεκα ’σαν άμμος της θαλάσσης.
Και Ανδρούτσος έτρωγ’ έπινε και στρίφτει το μουστάκι.
Μουστάκι μου καραμπογιά και φρύδια μου γραμμένα
Να ’ξερα ποιος θα σας χαρή και ποιος θα σας γλεντήση.
Και κάνει τον κατήφορο ’στην Πρέβεζα πηγαίνει.
Του στέλνει ο Τσαρλαμπάς ένα χαρτί κ’ ένα κομμάτι γράμμα
Να ’ρθής Ανδρούτσο ’στο σπήτι μου να ’ρθής να ξεχειμάσης
Και να σε κάμω και γαμπρό να σου δώσω την αδελφή μου.