Αισώπου Μύθοι/Άνθρωπος λέοντα χρυσούν ευρών

Αἰσώπου Μῦθοι
Ἄνθρωπος λέοντα χρυσοῦν εὑρών


Δειλὸς φιλάργυρος λέοντα χρυσοῦν εὑρὼν ἔλεγεν· «Οὐκ οἶδα τίς γενήσομαι ἐν τοῖς παροῦσιν· ἐγὼ ἐκβέβλημαι τῶν φρενῶν καὶ τί πράττειν οὐκ ἔχω· μερίζει με φιλοχρηματία καὶ τῆς φύσεως ἡ δειλία. Ποία γὰρ τύχη ἢ ποῖος δαίμων εἰργάσατο χρυσοῦν λέοντα; Ἡ μὲν γὰρ ἐμὴ ψυχὴ πρὸς τὰ παρόντα ἑαυτῇ πολεμεῖ· ἀγαπᾷ μὲν τὸν χρυσόν, δέδοικε δὲ τοῦ χρυσοῦ τὴν ἐργασίαν· ἅπτεσθαι μὲν ἐλαύνει ὁ πόθος, ἀπέχεσθαι δὲ ὁ τρόπος. Ὢ τύχης διδούσης καὶ μὴ λαμβάνεσθαι συγχωρούσης· ὢ θησαυρὸς ἡδονὴν οὐκ ἔχων· ὢ χάρις δαίμονος ἄχαρις γενομένη. Τί οὖν; ποίῳ τρόπῳ χρήσωμαι; ἐπὶ ποίαν ἔλθω μηχανήν; ἄπειμι τοὺς οἰκέτας δεῦρο κομίσων λαβεῖν ὀφείλοντας τῇ πολυπληθεῖ συμμαχίᾳ, κἀγὼ πόρρω ἔσομαι θεατής.»

Ὁ λόγος ἁρμόζει πρός τινα πλούσιον μὴ τολμῶντα προσψαῦσαι καὶ χρήσασθαι τῷ πλούτῳ.

Στα νέα Ελληνικά Επεξεργασία

Ένας άνθρωπος δειλός και συνάμα φιλάργυρος βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι, και το φοβόταν σαν αληθινό. Από την άλλη ήθελε να το πάρει, γιατί ήταν χρυσό. Έτσι πολλή ώρα ταλανιζόταν ανάμεσα σε δύο γνώμες: να το πάρει ή να το αποφύγει; Αφού κάμποσο αμφιταλαντεύθηκε, αποφάσισε να πάει να φέρει τους υπηρέτες του να το πάρουν. Μα αφού επρόκειτο να μείνει στη θέση του το λιοντάρι ώσπου να φέρει τους υπηρέτες, γιατί το φοβόταν;