Άναυλα εφύγαν
Συγγραφέας:


Άναυλα εφύγαν τα πουλιά...
κ' εγώ τα χέρια βάνω
στα Περασμένα –σα φωλιά
κούφια, που εφύγαν τα πουλιά–
να ζεσταθούν απάνω.

Των ρόδων τώρα το νερό
ν' αλλάξουν στο ποτήρι,
μηδέ ν' ανοίξουν, καρτερώ,
–με τέτοιον άνεμο καιρό–
στο φως, στο παραθύρι.

Του βορριά λάμπει η ξαστεριά
μέρες πολλές και νύχτες
και λαμαρίνες στη σειρά
χτυπιούνται –μπρούντζινα φτερά
σκεβρά– κι' ανεμοδείχτες...

Μα ο ήλιος, πότε που ανελεί,
πότε ξανά βουρκώνει,
κάπου, νταντέλλα ωχρή πολύ,
κάπου, σταυρόν απ' το γυαλί
στον τοίχο ξεσηκώνει.

Κ' η Ελπίδα πάλι μ' ανικά
και την ξαναπιστεύω,
και τ' ακριβά θυμητικά
κατά τον ήλιο μυστικά,
συνάζω και σωρεύω.