Ἅγιος Σώστης
Συγγραφέας:


Τὴν ταχείαν πρόοδον τῆς Ἑλλάδος, ἐννοοῦμεν τὴν ὑλικήν, ἀδύνατον εἶνε ν’ ἀρνηθῶσιν ὅσοι τουλάχιστον ἔτυχε πρὸ τριῶν ἢ τεσσάρων Ολυμπιάδων να ταξιδεύσωσιν εἰς Μεσολόγγι. Οὔτε ν’ ἀποβῇ τις εἰς τὴν ἡρωικὴν πόλιν ἦτό τι εὔκολον, οὔτε τοῦ ἀποχαιρετισμού ή ἡμέρα ἡδύνατο νὰ ὁρισθῇ ἀσφαλῶς κατὰ τὸ δρομολόγιον τῆς τότε μοναδικῆς ἀτμοπλοϊκῆς ἑταιρίας. Μεταξύ τῷ ὄντι τῶν πλοίων αὐτῆς καὶ τῆς ξηρᾶς ἐμεσολάβει δίωρος θαλάσσιος δρόμος, ἐπὶ λέμβου, προχωρούσης δι’ ὠθήσεως καλάμου, καθ’ ὃν περίπου τρόπον τὰ μονόξυλα τῶν ἀγρίων εἰς τὰ ἀβαθῆ ρεύματα τοῦ νέου κόσμου. Καὶ ὁ μὲν ἔξωθεν ἐρχόμενος ἦτε τοὐλάχιστον βέβαιος ότι κατὰ τὸ τέρμα τῆς λεμβοδρομίας θὰ εὕρισκε ξηρὰν νὰ πατήσῃ, πολύ όμως μικροτέρα ἦτο ἡ τοῦ ἀναχωροῦντος βεβαιότης ἂν ἐξερχόμενος τοῦ ἀκατίου ἤθελεν ἐπιθῇ ἐπὶ ἀτμοπλοίου ἢ ἀποβιβασθῇ εἰς ἐρημόνησόν τινα, επώνυμον τοῦ ῾Αγίου Σώστου, ἀναμένων ἐπὶ ἄδηλον διάστημα χρόνου τὴν ἐμφάνισιν εἰς τὸν ὁρίζοντα τοῦ Ὄθωνος τῆς Ὕδρας ἢ τῆς Βασιλίσσης. Τοιοῦτό τι, δυστυχῶς, ἐπεφύλαττεν εἰς ἐμὲ καὶ τοὺς συμπλωτῆρας μου ή κακὴ Μοῖρα. Αναχωρήσαντες ἐκ Μεσολογγίου την τετάρτην μετὰ τὸ μεσονύκτιον φθινοπωρινῆς νυκτός ὁροχερᾶς καὶ παγετώδους, ἐπεσκοπήσαμεν μετὰ τρίωρον πλοῦν ἔρημον τὸ πέλαγος περὶ τὸν Ἅγιον Σώστην, οὐδ’ εἶχεν ὁ μονάκριβος τοῦ νησιδίου κάτοικος, ἀτμοπλοϊκός πράκτωρ συγχρόνως καὶ καφφεπώλης, εἴδησιν τῆς Βασιλίσσης καμμίαν. Οπως δὲ τὸ ἀτμόπλοιον, οὕτω καὶ ὁ ἥλιος εξηκολούθει νὰ μένῃ ἀφανής, αναπαυόμενος ὑπὸ παχὺ ἐφάπλωμα μαύρων συννέφων, καίτοι ἀπὸ πολλοῦ εἶχε σημάνη ἡ ταχθεῖσα ὑπὸ τῶν ἀστρονόμων ὥρα τῆς ἐκτελέσεως τῶν φωτιστικῶν αὐτοῦ καθηκόντων. Πρώτην τότε φορὰν ἀφοῦ ἐπάτησα εἰς τὴν Ἑλλάδα συνέβαινε να ποθήσω τὰς ἀκτῖνος ἐκεῖνας τῶν ὁποίων τοσάκις εἶχον καταρασθῇ τὴν ἀνηλεή μονοτονίαν. Ἡμέραν ὡς ἐκείνην μαύρην καὶ σκοτεινὴν μίαν μόνον ηδυνάμην ν’ ἀνεύρω ἐν τῇ μνήμῃ μου, ἣν διῆλθον ἐν Αμβέρσῃ τῶν Κάτω Χωρών, περιάγων κηρίον ὑπὸ τὰς κοσμούσας τοὺς τοίχους τοῦ κοιτῶνος μου εἰκόνας του Τενιέρου καὶ Βἂν Οστάλ. Αλλ’ εἰς τὸν ῾Αγιον Σώστην οὔτε εἰκόνες ὑπῆρχον οὔτε, πιθανῶς, κηρία. Αἱ ώραι διεδέχοντο ἀλλήλας ἀνιαραὶ καὶ ἀτελεύτητοι, τὴν δὲ στενοχωρίαν ἡμῶν ηύξανε πρὸ πάντων το ἄδηλον τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἔται ἀπέμενον ἀκόμη να διανύσωμεν ῥιγοῦντες ἐπὶ τοῦ ξηροβράχου. Η θέσις ἡμῶν ἦτο ὡς δυστυχούς καταδικασθέντες ὑπὸ σκληροῦ δικαστηρίου εἰς τὴν κοινὴν ἀορίστου ἀριθμοῦ ἐτῶν προσκαίρων δεσμῶν!

Εἰς τοιαύτην εὑρισκόμην περὶ τὸ ἑσπέρας ψυχῆς διάθεσιν ἢ μᾶλλον ἀδιαθεσίαν, ὅτε προσῆλθεν ὁ Ῥοβινσὼν τῆς νήσου, ὁ πράκτωρ καφφεπώλης, λέγων μας μετὰ θαυμαστῆς ἀταραξίας: «Τὸ ἀτμόπλοιον δὲν θὰ ἔλθῃ ὡς αύριον τὸ πρωί. Ποῦ εἶνε τὰ ροῦχα σου νὰ σοῦ στρώσω;» Τότε κατά πρῶτον ἐδιδάχθην ὅτι εἰς τὴν πτωχήν μας γλῶσσαν εἶνε δισήμαντος ή λέξις ροῦχα,[1] δηλοῦσα καὶ στρώμα, ἐφόδιον οὐχ ἧττον τῶν ἐνδυμάτων ἀπαραίτητον εἰς τὸν περιηγούμενον τὴν Ἑλλάδα. Πλήν τοῦ δωρεάν γλωσσικού μαθήματος ἀνέλαβεν ὁ καλὸς ἄνθρωπος νὰ μοι προμηθεύσῃ δεῖπνον καὶ κοίτην ἀντὶ ταλήρου. Τὸ πρῶτον συνίσταται, ὡς τὰ τοῦ Εὐαγγελίου, ἐκ ξηροῦ ἄρτου, ὃν μ’ ἔκαμε νὰ εὕρω ηδύτατον ή πεῖνα, καὶ τηγανητοῦ ἐψαρίου, τὸ ὁποῖον καθίστα τελείως ἀκατάποτον δυσωδία ελλυχνίου ἀξία νὰ παραδληθῇ πρὸς τὴν ἀποπνέουσαν ἐκ τῶν λέγων τοῦ Ἰσοκράτους. Ἡ ὀσμὴ τοῦ ἑλληνικοῦ ἐλαίου καὶ ἡ ἀηδία τῶν ἱσοκώλων, παρίσων καὶ ὁμοιοτελεύτων τῆς πρὸς Δημόνικον Παραινέσεως εἶνε αἱ ἀκικρόταται αναμνήσεις τῶν σχολικῶν μου χρόνων. Αλλὰ πολὺ μᾶλλον του συμποσίου ἦτο τὸ ἀναμένον ἡμᾶς ὑπνωτήριον ἄξιον περιγραφῆς. Τὸ λεγόμενον πρακτορείον συνίστατο ὁλόκληρον ἐξ ἑνὸς μόνου ισογείου καὶ οὐχὶ μεγάλου θαλάμου, ὅπου ἔμελλον νὰ συγκοιμηθῶσιν ἀδελφικῶς οἱ ἐπιβάται τῆς «Βασιλίσσης», ἕνδεκα τὸν ἀριθμόν, ἤτοι δύο ἐν φουστανέλα ἀκαδημαϊκοί πολίται, εἰς καλόγηρος, δέσμιος ὑπόδικος αγόμενος εἰς Πάτρας ὑπό δύο χωροφυλάκων, τρεῖς χωρικοί, ὁ γράφων καὶ γέρων τις ξένες περιηγητής. Εις τούτους προσετέθησαν μετ’ ολίγον δύο κλωβοί πλήρεις ορνίθων πρὸς προφύλαξιν αὐτῶν ἀπὸ τῆς ἐπελθούσης ῥαγδαίας βροχής. Πάντα ταῦτα τά τε πτερωτὰ καὶ ἄπτερα δίποδα, ὡς ὠνόμαζεν ὁ Πλάτων τοὺς ἀνθρώπους, ἐπρόκειτο νὰ διέλθωσιν ἀτελεύτητον νύκτα φθινοπώρου ἐντὸς χώρου μὴ παρέχοντος οὐδὲ τὸ ἥμισυ τῆς ἀπαραιτήτου πρὸς κανονικὴν λειτουργίαν τῶν πνευμόνων αέρος. Πρὸς ἀκριβῆ ἐκτίμησιν τοῦ ποιοῦ τῆς ἀτμοσφαίρας τοῦ κοιτῶνος πρέπει νὰ προστεθῇ εἰς τὴν ἀδιάλειπτον ἀραίωσιν τοῦ ὀξυγόνου ή προϊούσα συμπύκνωσις ἀναθυμιάσεων ὀρνιθῶνος, φαγωσίμων, καλογηρικῆς γούνας, τσαρουχίων, λυχνίας τρεφομένης διὰ τοῦ αὐτοῦ πιθανῶς ἐλαίου τὸ ὁποῖον ἐχρησίμευσε πρὸς τηγάνισμα τοῦ δείπνου καί, πρὸ πάντων, τῆς ἁπλωθείσης πρὸς ὕπνον ποικίλης συλλογής ρούχων. Ὅσον καὶ ἂν ἤμην κατάκοπος, ἡ ἰδέα ἐξαπλώσεως ἐπὶ τῶν ὑπὲρ ἐμοῦ ἑτοιμασθέντων μοὶ ἐπροξένει ἀνατριχίασιν. Τοιαύτης κλίνης θὰ ἐπροτίμων τὸ ἀκανθόπλεστον στρώμα ἐρημίτου τῆς Σκήτης. Τήν αὐτήν, ὡς φαίνεται, αἰσθανόμενος πρὸς τὰ ροῦχα ἀντιπάθειαν καὶ ὁ ξένος συνοδοιπόρος μου ἐπροτίμησε νὰ διανυκτερεύσῃ κἀκεῖνος ἀντικρύ μου ἐπὶ καθίσματος, ὅσον τὸ δυνατὸν πλησιέστερον τοῦ παραθύρου. Ὑπὸ τοῦ αὐτοῦ ἐλαυνόμενοι αἰσθήματος παρετηρήσαμεν ἀμφότεροι τὰ ὡρολόγια μας. Ἂν καὶ εἶχε νυκτώσῃ ἀπὸ ἀμνημονεύτου χρόνου καὶ πάντες ἐκοιμῶντο περὶ ἡμᾶς, ἡ ὥρα ἦτο μόλις ὀγδόη. Ἄλλαι λοιπὸν ἐννέα ἐχώριζον ἡμᾶς ἀκόμη ἀπὸ τοῦ ἡλίου τῆς ἐπιούσης, καὶ οὔτε ὕπνου ὑπῆρχεν ἐλπὶς οὔτε ἦτο ἡ ἀνάγνωσις δυνατή, ἐκ τῆς ἀνεπαρκείας τοῦ φωτισμού. Ὡς μόνος δυνατός τρόπος καταναλώσεως τῆς ὥρας ἀπέμενε νὰ θαυμάζωμεν ἀλλήλων τὴν ὄψιν τοῦ δὲ ἀντικρύ μου καθημένου αἱ ρυτίδες καὶ ἡ παρδαλή ἀσπροκίτρινος γενειὰς δὲν ἦσαν θεόαίως ἄξιοι δεκαώρου θαυμασμοῦ, οὐδὲ κἂν διεκρίνοντο ἐπὶ ἄκρα κομψότητι τὰ δίπατα αὐτοῦ μέχρι γόνατος ὑποδήματα ἢ τὸ ἐκ μαύρης προσειας κάλυμμα τῆς κεφαλῆς. Καὶ οὕτω ὅμως εὔκολον ἦτε να διακρίνη τις ἐκ τῆς συμπεριφορᾶς αὐτοῦ καὶ τῆς λευκότητας τῶν χειρῶν καὶ τοῦ ὑποκαμίσου ὅτι δὲν ἀνῆκεν ὁ ἀνὴρ εἰς τὰς τάξεις τῆς πλειοψηφίας. Ὡς πρόσθετος τούτου ἀπόδειξις ηδύνατο να χρησιμεύσῃ ὅτι, ἀντὶ τοῦ τετριμμένου ὁδηγοῦ τοῦ Βαίδεκερ, εἶχεν ἐπὶ τῶν γονάτων του το τελευταῖον πόνημα του Μαξ Στίρνερ: Τὸ ἐγὼ ὡς ἀπόλυτον καὶ ὁ κόσμος ὡς ιδιότης αὐτοῦ. Ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου καθίστα εύκολον τὴν εὕρεσιν τῆς ἐθνικότητας του αναγνώστου ὅστις, ἀφοῦ δὲν ἦτο Γερμανός, ὡς ἀπεδείκνυεν ἡ ἀνεπίληπτος προφορὰ τῶν δύο ἢ τριῶν λέξεων, τὰς ὁποίας ἔτυχε νὰ ἐκστομίσῃ γαλλιστί, ήτο Ρώσσος βεβαίως καὶ πιθανώτατα μηδενιστής. Τα βιβλία τῷ ὄντι τῶν νεοεγελειανῶν φιλοσόφων κατήντησαν ἀπὸ ἱκανοῦ ἤδη χρόνο προϊόν ἐξαγόμενον ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν Πετρούπολιν, καθ’ δν περίπου τρόπον ὁ οἶνος τοῦ Πόρτου εἰς τὸ Λονδῖνον. Τὴν δὲ ὑποψίαν μηδενισμοῦ ἐδικαίωσεν ή προτίμησις τοῦ φοβεροῦ ἔργου του Στίρνερ, τοῦ ἀναλαβόντες ν’ ἀποδείξῃ ἐπιστημονικῶς φάντασμα πᾶσαν θρησκείαν, φενάκην τὴν ἠθικήν, όνειρον τὴν δικαιοσύνην, ηλιθιότητα τὴν πίστιν εἰς τὴν πρόοδον τοῦ πολιτισμοῦ καὶ παντοκράτορα τοῦ κόσμου δυνάστην τό Απόλυτον Εγώ, ήτοι τὸν ἄκρατον καὶ ἀπεριόριστον ἐγωισμόν. Ἡ περιέργεια, μεθ’ ἧς παρετήρουν αὐτὸν καὶ τὸ βιβλίον του, δεν διέφυγε την προσοχήν τοῦ ξένου, ὅστις, θέσας τὸν δάκτυλον ἐπὶ τόμου τοῦ Λεοπάρδη, τὸν ὁποῖον ἔτυχε να κρατῶ, μοὶ εἶπε μειδιων: Le uotre ne uaut guère mieux, ἤτοι τὸ ιδικόν σου δὲν εἶναι πολὺ καλλίτερο. Ἡ ἐξομοίωσις τοῦ Λεοπάρδη πρὸς τὸν οὐ μόνον ἀπαισιόδοξον ἀλλὰ καὶ ἀπαίσιον Στίρνερ ἦτε βεβαίως δεκτική συζητήσεως, ἡ δὲ ὄρεξις ἡμῶν πρὸς τοιαύτην μεγάλη, ἀφ’ ἑτέρου όμως απέβαινεν ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν ἐπιτακτικωτέρα ἡ ἀνάγκη εἰσπνοῆς κάπως ἀμιγεστέρου αέρος. Αλλ’ ἡ βροχὴ ἐξηκολούθει νὰ καταπίπτῃ ποταμηδόν, ὥστε εὑρισκόμεθα πρὸ τοῦ φοβεροῦ διλήμματος τῆς ἀσφυξίας ἢ τοῦ πνιγμοῦ. Ἐπὶ πέντε ὅλας ὥρας διήρκεσεν ἡ ἀγωνία ἐκείνη, μέχρις οὗ ἐφάνη ἡμῖν ὅτι διεκριναμεν διὰ τοῦ παραθύρου ἀσθενές τι καὶ παροδικών σελάγισμα, ἀκτῖνα ἴσως σελήνης διακόψασαν τὸ βαθὺ σκότος. Ἡ μετ’ ὀλίγον ἐπανάληψις του φαινομένου καὶ ἡ μετριώτερος τοῦ ὕδατος κροταλισμός παρείχον ἤδη ἐλπίδα τινὰ δυνατῆς ἐξόδου. Κατορθώσαντες νὰ ὑπερπηδήσωμεν τοὺς κοιμωμένους ἡμῶν συντρόφους, ἐξήλθαμνε αδιστάκτως.

Ουδέποτε, πιστεύω, ἔτυχεν ἄνθρωπος να ροφήσῃ ἀέρα μεθ’ ὅσης ἡμεῖς ἀπληστίας, πλὴν ἴσως τοῦ προφήτου Ἰωνᾶ, ὅτε ἐξῆλθε τῆς κοιλίας τοῦ κήτους. Η σελήνη είχε κρυσῇ καὶ πάλιν καὶ ἡ βροχὴ εξηκολούθει κατ’ ἀραιάς σταγόνας, ἀλλ’ εὐτυχῶς ὑπῆρχεν ἐκεῖ που πλησίον μικρόν τι κοίλωμα ὑπὸ ἐξέχοντα βράχον, ὅπου κατεφύγομεν συμμαζευθέντες ἐπὶ δελέντζας, ἣν ἐπρονόησε να παραλάβη εξερχόμενος ὁ σύντροφός μου. Τὸ πρὸ ἡμῶν θέαμα ἦτο ἀληθῶς ἐξαίσιον, ἂν καὶ δὲν ἐβλέπομεν σχεδόν τίποτε, οὔτε οὐρανὸν οὔτε θάλασσαν οὐδὲ ξηράν. Πάντα ταῦτα συνεχέοντο εἰς ἄμορφον χάος, αλλάσσον χροιάν ακαταπαύστως κατὰ τὴν πυκνότητα τῆς νεφέλης, ἥτις ἐσκίαζε τὸν δίσκον τῆς πανσελήνου. Οἱ λεγόμενοι τεχνοκρίται πολλὰς ἐμελάνωσαν σελίδας πρὸς ἀπόδειξιν ὅτι τὸ γυμνὸν παντὸς σχήματος χρῶμα δὲν δύναται νὰ μεταδώσῃ τὴν ἰδέαν τοῦ κάλλους, ἀλλ’ εἰς ἐμὲ οὐδὲν οὐδέποτε ἄλλο θέαμα ἐπροξένησεν ὅσην ἐντύπωσιν ἡ ἀδιάλειπτος καὶ ἀκαριαία μετάβασις τοῦ ἀνιδέου ἐκείνου όγκου ἀπὸ τοῦ χρώματος τῆς πίστης εἰς τὸ τῆς τέφρας, τοῦ μολύβδου, τοῦ ἴου, τῆς ὤχρας ἢ τοῦ χαλκοῦ. Εἰς τὸ θάμβος τοῦ ὀφθαλμοῦ πρέπει νὰ προστεθῇ τὸ ἀναδιδόμενον ἐκ τῆς θαλάσσης άρωμα ιωδίου, ὄντως μεθυστικόν. Τούτου όμως αποτέλεσμα ήτο νὰ μὲ κρημνίσῃ ἀποτόμως ἀπὸ τῆς ὑπερνεφέλου ποιήσεως εἰς τὸ βάραθρον τῆς πεζότητος, ἐνθυμίζον μὲ τὰ γαϊδουροπόδαρα τοῦ Φαλήρου καὶ ὅτι ἤμην σχεδόν νήσεις ἀπὸ τῆς προτεραίας. Ὁ Ρώσσος εἶχεν εὐτυχῶς εἰς τὴν ὁδοιπορικήν του πήραν δίπυρά τινα τῆς Ὀ δησσού, τὰ ὁποῖα ἐμοιράσαμεν ἀδελφικῶς, ὡς καὶ τὸ περιεχόμενον φιαλιδίου κονιάκ. Εὐχαριστῶν διὰ τὸ φιλοφρόνημα, ἐθεώρησα ἐπίκαιρον νὰ ψελλίσω δικαιολογίαν τινὰ ὑπὲρ τῆς καταστάσεως τῆς πατρίδος μου, τῆς ἐκθετούσης τοὺς ἐπισκεπτομένους αὐτὴν ξένους εἰς δείπνα ξηροῦ ἄρτου και χειμερινὰς ἐν ὑπαίθρῳ διανυκτερεύσεις, ἀλλ’ ἄδικον θὰ ἦτε νὰ λησμονηθῇ ὅτι πρὸ ἡμίσεως μόνον αιῶνος ἀπαλλαγεῖσα βαρβάρου ζυγοῦ, μόλις εἰσέρχεται εἰς τὸ στάδιον τοῦ πολιτισμοῦ. Τὴν τοιαύτην παράταξιν τῶν στερεοτύπων νεοελληνικῶν ἀπολογημάτων διέκοψεν ἐκεῖνος ἀποτόμως διὰ τοῦ ἑξῆς ἀπιστεύτου αποφθέγματος: «Μυριάκις προτιμότερον εἶνε νὰ μείνη ἡ Ἑλλὰς ἀπολίτιστος εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας ἢ νὰ γνωρίσῃ τὰ ἀσυγκρίτως ἀνώτερα τῶν πλεονεκτημάτων βάσανα του λεγομένου πολιτισμού. Θέλεις ἀπόδειξιν ὅτι ἔχω δίκαιον; Ἐνῷ σὺ κ’ ἐγώ πεινῶμεν, κρυώνομεν, ἀγρυπνοῦμεν, βήχαμεν καὶ πταρνιζόμεθα ἐπὶ ύγρου βράχου, οἱ ἄξεστοι συμπατριῶται σου, τοὺς ὁποίους ἔχεις ἴσως τὴν βλακείαν νὰ οἰκτείρης, κατώρθωσαν ὑπὸ τοὺς αὐτοὺς ὅρους νὰ δειπνήσωσι μετ’ ορέξεως καὶ νὰ κοιμηθῶσι μακαρίως. Πρόοδος τοῦ πολιτισμοῦ καὶ αὔξησις τῆς ἀνθρωπίνης κακοπαθείας εἶνε τὰ ἀκριβέστερα τῶν συνωνύμων.»

Τὸν ἔπειτα πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἀνωτέρω ἀφορισμού μεταξύ ἡμῶν διάλογον προτιμῶ νὰ συνοψίσω εἰς μονόλογον τοῦυ Σλάβου φιλοσόφου, πιστεύων ὅτι παρέχω ἐκδούλευσιν εἰς τὸν ἀναγνώστην μὴ ἀναμιγνύων τὰς ἰδικάς μου κοινοτυπίας εἰς τὴν ἱκανῶς πρωτότυπον αὐτοῦ περὶ πολιτισμού θεωρίαν.

«Δὲν εἶμαι», εἶπεν, ὡς ἐπίστευσες, μηδενιστής, ἀλλὰ φιλήσυχος καὶ ἀκίνδυνος καθηγητής τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν, ἐλθὼν εἰς τὴν Ἑλλάδα πρὸς συλλογὴν δυσευρέτων ἀλλαχοῦ Καράβων τοῦ Ἀδώνιδος. Ἐκ τῆς τριακονταετούς ἤδη τῆς φύσεως μελέτης επείσθην αδιστάκτως, ὅτι τὸ παρὸν κακοπαθείας τὸ ὁποῖον ἐπιφυλάσσει ή Μοίρα εἰς πάντα τὰ πλάσματα εἶνε πανταχοῦ καὶ πάντοτε ἀκριβῶς ἀνάλογον τοῦ ὄγκου καὶ τῆς τελειότητος τοῦ νευρικοῦ αὐτῶν συστήματος. Οὐδ’ ὑπάρχει λόγος τις ἐξαιρέσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τοῦ γενικοῦ κανόνος. Πᾶν λοιπὸν τὰ δυνάμενον όπωσδήποτε νὰ συντελέσῃ εἰς τὴν ἐπικράτησιν τῶν νεύρων καὶ ἰδίως τοῦ ἐγκεφάλου, θεωρῶ ὡς ζημίαν, τῆς ὁποίας κατ’ οὐδένα τρόπον δύνανται νὰ θεωρηθοῦν ὡς ἐπαρκής αντιστάθμησις αἱ ἀπολαύσεις αἱ προερχόμεναι ἐκ τῆς προόδου τῆς ἐπιστήμης, της τέχνης καὶ τοῦ πολιτισμοῦ. Οὐδ’ εἶνε αὗται διὰ τὸν ἀκριβῶς ἐξετάζοντα τὰ πράγματα ὑπὸ οὐδεμίαν ἔποψιν μεγάλαι. Αν σήμερον, χάρις εἰς τὰς τελειοτέρας γεωργικές μεθόδους καὶ τὴν ταχυτέραν συγκοινωνίαν πρὸς τοὺς τόπους τῆς παραγωγής, σπανιώτερον δεκατίζει τοὺς λαούς τῆς Εὐρώπης, ἡ πρὶν ἀνὰ δεκαετίαν κατά μέσον όρον ἐπισκήπτουσα τελεία ἔλλειψις ἄρτου, ὁ ἀριθμὸς ἀφ’ ἑτέρου τῶν ἀνεπαρκώς τρεφομένων καὶ διηνεκώς πεινόντων ηύξησεν ἐπαισθητῆς, οὐδὲ δύναται νὰ παύσῃ συναυξάνων μετὰ τοῦ πληθυσμοῦ, ἀφοῦ ὁ μὲν ἐκ τῆς τελειοποιήσεως τῆς ἀγρονομίας πολλαπλασιασμός τῶν προϊόντων ἔχει βεβαίως ὅριά τινα ανυπέρβλητα, ἡ δὲ αὔξησις τοῦ πληθυσμοῦ ὑπὸ γεωργικὴν καὶ οἰκονομικὴν ἔποψιν ἡ πρώτη τῆς γῆς χώρα, ἀλλὰ καὶ ἐν οὐδεμιᾷ ἄλλη εἶνε ἀνώτερος ὁ ἀριθμὸς τῶν πεινώντων ἢ τῶν τρεφομένων ἀποκλειστικῶς διὰ γεωμήλων καὶ οινοπνεύματος. Τὸ τελευταῖον μάλιστα τοῦτο τείνει ν’ ἀντικαταστήσῃ ἡ πρόοδος τοῦ πολιτισμοῦ διὰ τοῦ εὐθηνοτέρου θειϊκοῦ αἰθέρος. Οὐδὲ πιστεύω ὅτι δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς ἐπαρκὲς ἀντιζύγιον τῆς τοιαύτης διαίτης τοῦ λαοῦ ὅτι πολὺ ἀνώτερος τοῦ ἀλλαχοῦ εἶνε ἐν Αγγλίᾳ ὁ ἀριθμὸς τῶν καταναλωτῶν ἀνανάξων, χελωνών, Πόρτου καὶ σπαραγγίων. Ἂν σπανίζουσι ταῦτα εἰς τὴν ἀπολίτιστον Ανατολήν, ἔτι σπανιώτεροι εἶνε, εὐτυχῶς, οἱ στερούμενοι ἐπαρκοὺς πρὸς χορτασμός τεμαχίου λευκοῦ ἢ μέλανος ἄρτου. Οὐδὲ κατεδικάσθησαν ἀκόμη οἱ Ἀναπολῖται νὰ καταπίνωσι βούτυρον ἐκ μαργαρίνης, γάλα ἐξ ἐρυζοκόνεως, οἶνον ἐξ ἐρυθροξύλου, καφφεν ἐκ ξηρῶν σύκων, τυρὸν ἐξ ἀμύλου, σοκολάταν ἐκ βαζελίνης καὶ ὅσα ἄλλα ἐφεύρεν εὐθηνὰ δηλητήρια ή παράλληλος πρόοδος τῆς χημείας καὶ τῆς ἀσυνειδησίας.[2] Τὸν ἰσχυρισμόν ὅτι ηύξησεν ἐν συνόλῳ εἰς τὰς πολιτισμένας χώρας ο μέσος όρος τῆς εὐζωίας τοῦ λαοῦ, διαψεύδει ἡ καθ’ ἑκάστην απειλητικωτέρα κατὰ τοῦ κοινωνικοῦ καθεστῶτος ἐξέγερσις τῶν ἀκτημένων. Καὶ ἀληθεῦον δὲ ἂν ὑποτεθῇ, ὅτι αἰτία τῆς δυσαρεσκείας εἶνε ἡ αύξησις οὐχὶ τῶν στερήσεων ἀλλὰ τῶν ἀπαιτήσεων τῆς ἐργατικής τάξεως, δύσκολον πάλιν εἶνε νὰ μὴ ἀποδοθῇ τὸ κακὸν εἰς τὴν πρόοδον τοῦ πολιτισμού, τὴν δημοτικὴν ἐκπαίδευσιν, τὰ ἑσπερινὰ ἀναγνώσματα, τὰς πενταλέπτους ἐφημερίδας, τὰς λαϊκὰς διολισθήκας καὶ ὅσα ἄλλα αὐξάνοντα τὸν ἐν τῷ κόσμῳ ὄγκον ἐγκεφάλου συναυξάνουσι μετ’ αὐτοῦ κατ’ ἀκριση αναλογίαν τὴν ἀνθρωπίνην εὐπάθειαν, ἤτοι τὴν ἀνθρωπίνην δυστυχίαν. Πῶς δὲ νὰ πιστεύσω εἰς χρήσιμόν τινα πρόοδον τῆς ἰατρικῆς ἢ τῆς λεγομένης δημοσίας ὑγιεινῆς, ἀφοῦ ἀποδεδειγμένον εἶνε ὅτι οὐδόλως μὲν ἠλαττώθη ὁ ἀριθμὸς τῶν ῥαχιτικῶν, τῶν κακοχύμων καὶ τῶν χειραδικῶν, ἐνῷ ὁ τῶν ἀναιμικῶν αὐξάνει ἀπαύστως καὶ καταπληκτικῶς; Οἱ πάπποι ἡμῶν δὲν εἶχαν ἀκόμη δυναμόμετρα, ἐξ ὧν θὰ ἡδυνάμεθα νὰ ἐκτιμήσωμεν μετά μαθηματικῆς ἀκριβείας τὸν βαθμὸν τῆς καταπτώσεως τῶν ἡμετέρων μυώνων, ἀλλ’ ἐν ἐλλείψει δυναμομέτρων ἔχομεν προχείρους ἐν τοῖς μουσείοις πλουσίας συλλογές λογχών, πελέκεων, ξιφῶν καὶ ροπάλων, τὰ ὁποῖα οὐδεὶς σημερινός βραχίων δύναται να ὑψώση. Ἀλλὰ καὶ χωρὶς νὰ ἀνατρέξωμεν εἰς τόσον ἀπέχοντας χρόνους, ἀρκεῖ πρὸς ἀπόδειξιν τοῦ προϊόντος ἡμῶν ἐκφυλισμοῦ ὅτι ὑπερδιπλάσιον ἦτο ἐπὶ τοῦ πρώτου Ναπολέοντος το βάρος τοῦ στρατιωτικού όπλου, ἐνῷ σήμερον ευρίσκουσι βαρὺ τὸ τοῦ Μαρτίνη καὶ τοῦ Σατεπώ τὰ ἀνθρωπάρια, τὰ ὁποῖα συναγελάζει ἡ γενική στρατολογία, γέννημα καὶ αὕτη τῆς προόδου τοῦ πολιτισμού. Κατά τί, τέλος πάντων, δύνανται νὰ ὑποτεθῶσιν αὐξήσαντες τὸ ποσών τῆς ἀνθρωπίνης εὐδαιμονίας οἱ περιλάλητοι σιδηρόδρομοι, τηλέγραφοι καὶ ἠλεκτρικοί φακοί, ἀφοῦ οὔτε εἰς τόπους εὐτυχεστέρους δύνανται νὰ μᾶς μεταφέρωσιν, οὔτε εἰδήσεις νὰ μᾶς μεταδώσωσι μᾶλλον παρηγόρους ἢ νὰ φωτίσωσιν ὄψεις εὐθυμοτέρας; Καὶ ταῦτα μὲν εἶνε τὰ πολυύμνητα υλικά δώρα του πολιτισμού, πολὺ δὲ μᾶλλον ἄδωρα τὰ ἠθικά. Οὐδ᾽ αὐτὸς ὁ φανατικώτατος τῆς προόδου πανηγυριστής θὰ ἐτόλμα τῷ ὄντι νὰ ἰσχυρισθῇ ὅτι ἠλαττώθη τὸ ποσόν τῆς λυμαινομένης τὸν κόσμον κακίας, ἀλλὰ μόνον ὅτι τὸ ποιόν αὐτῆς μετεβλήθη. Ελάχιστον ὅμως εἶνε τὸ κέρδος ἂν ἐξήλειψεν ὁ τελειότερος οργανισμός τῆς χωροφυλακῆς ἐκ τῶν ὀρέων τὴν ληστείαν, ἀναγκάσας τοὺς πρώην ἐξ αὐτῆς ἀποζῶντας νὰ προτιμήσωσι τὸ ἀναπαυτικώτερον επάγγελμα κι δηλοποιού, δηλητηριαστού, πλαστογράφου, προαγωγού ἢ ἱδρυτοῦ ἀνωνύμου Εταιρίας. Ἡ ζημία ζωῆς καὶ χρημάτων, ἣν ἐπροξένει ὁ ἐπὶ τέλους ἀποθνήσκων ἐπὶ τῆς λαιμητόμου ληστής, εἶνε ἀναξία παντός λόγου παραβαλλομένη πρὸς τὴν καταδίκην εἰς τὴν πεῖναν ἢ τὴν αὐτοκτονίαν, ἣν ἐπιβάλλει σήμερον ὁ οὐδέποτε σχεδόν τιμωρούμενος τραπεζίτης εἰς ἀσυγκρίτως ἀνώτερον ἀριθμὸν θυμάτων. Ειλικρινώς δέ σοι λέγω ὅτι προτιμῶ νὰ σκιάζωμαι τοὺς λῃστὰς ἐπὶ τῆς λεωφόρου παρὰ νὰ μὴν εἶμαι βέβαιος ὅτι δὲν εἶνε καταχραστής, δωρολήπτης, προδότης, συκοφάντης ἢ σιμωνιακός, ὁ τμηματάρχης, ἡ ταμίας, ὁ λοχαγός, ὁ ἔμπορος, ὁ δημοσιογράφος ἢ ὁ ἱερεὺς τῶν ὁποίων σφίγγω τὴν χεῖρα ἐν αἰθούσῃ ἢ ἀσπάζομαι αὐτὴν ἐν ἐκκλησία.»

Διακόψας ἐνταῦθα τὸν λόγον ὅπως ἐπ’ ὀλίγον ἀναπαυθῇ καὶ ροφήση νέαν δόσιν δρακῆς, ἐξηκολούθησεν ἔπειτα διὰ φωνῆς, τῆς ὁποίας αδύνατόν μοι εἶνε να λησμονήσω ἢ νὰ περιγράψω τὴν ἀθυμίαν.

«Πάντα στα μέχρι τοῦδε σὲ εἶπον εἶνε μικρά, ἀσήμαντα καὶ ἀνάξια παντός λόγου, παραβαλλόμενα πρὸς ἄλλην τινὰ μυριάκις φοβερωτέραν καὶ ἀναπόδραστον συνέπειαν τῆς προόδου τῆς ἐπιστήμης καὶ τοῦ πολιτισμοῦ. Διὰ νὰ μὲ ἐννοήσῃς καλλίτερα, σπεύδω προς στιγμήν νὰ ὑποθέσω δυνατὴν καὶ μάλιστα προσεχῆ εἰς πλήρωσιν πασῶν ἀνεξαιρέτως τῶν ἐπαγγελῶν καὶ αὐτῶν τῶν παραβολωτάτων ὀνείρων τῶν αἰσιοδόξων. Παραδέχομαι ὅτι ἡ πρόοδος τῆς χημείας κατώρθωσε ν’ ἀσφαλίσῃ εἰς πάντας τροφὴν ἐπαρκῆ καὶ ἐκλεκτοτάτων, ὅτι κατωρθώθη ἡ ἐπιδιωκομένη τελεία ἀντικατάστασις διὰ μηχανῶν τῆς ἐργασίας τῶν βραχιόνων καὶ ἀπαλλαγὴ τῆς ἀνθρωπότητος ἀπὸ παντὸς βαναύσου κόπου· ὅτι εὗρεν ἡ Ἰατρική αντίδοτον κατὰ πάσης ἀσθενείας ἢ καὶ κατώρθωσε νὰ ἐξαλείψη ἀπό τῆς γῆς πᾶσαν νόσον καὶ μαλακίαν διὰ τῆς τελειοποιήσεως τῆς λεγομένης νοσοφθορίας. Παραδέχομαι, ἂν θέλῃς, ὅτι δὐνανται τὰ πολιτεύματα, οι νόμοι καὶ αἱ διεθνείς σχέσεις να κανονισθῶσι κατὰ τύπον τοσοῦτον τέλειον, ὥστε νὰ ἐκλείψῃ τὸ ἔγκλημα, ὁ πόλεμος καὶ πᾶν ἀδίκημα, ὡς μὴ δυνάμενα να προσπορίσωσιν οὐδὲν κέρδος καὶ μὴ ἔχοντα ἐκ τούτου λόγον ὑπάρξεως κανένα. Αν γνωρίζης ἄλλο τι ἄξιον εὐχῆς, εἰπέ το, ὅπως προσθέσε καὶ τοῦτο εἰς τὸ ιδανικόν άθροισμα πάσης ευδαιμονίας. Ἐγὼ δὲ τοῦτο μόνον σοὶ λέγω, ὅτι ἂν κατωρθοῦντό ποτε πάντα ταῦτα καὶ ἐπραγματοποιεῖτο τὸ ὄνειρον τοῦ χρυσοῦ αἰῶνος, τότε πρὸ πάντων ἀλλοίμονον καὶ τρὶς ἀλλοίμονον εἰς τοὺς ἀνθρώπους! Ἡ ἀσφάλεια καὶ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τοῦ σωματικοῦ μόχθου ὑπὲρ τοῦ ἐπιουσίου ἄρτου θὰ παρείχον εἰς πάντας ἄνεσιν πρὸς καλλιέργειαν τοῦ πνεύματος αὐτῶν. Ὁ ὄγκος τῆς ἐγκεφαλικής μάζης, ὑπ’ οὐδενὸς πλέον συνεχόμενος κωλύματος ἢ ἀνταγωνισμοῦ, ἤθελε προβαίνη αὐξάνων ἀδιαλείπτως καὶ ἀπεριορίστως, ἐνῷ ἡ ἡδονὴ τοῦ καλοτρώγειν καὶ τοῦ μὴ σκάπτειν θὰ ἠλαττοῦτο καθ’ ἑκάστην καὶ θὰ ἐξέλιπε μετ’ ὀλίγον τελείως. Πασίγνωστον τῷ ὄντι καὶ ἀναμφισβήτητον εἶνε ὅτι οὐχὶ καθ’ ἑαυτὴν ή ευζωία, ἀλλὰ μόνον ἡ μετάβασις εἰς ταύτην ἀπὸ καταστάσεως δυσχερεστέρας εἶνε ἡδονική, ὅπως καὶ ἡ μετάβασις ἀπὸ τῆς νόσου εἰς τὴν ὑγείαν. Ὅσοι εἶχον πρὶν τὸ εὐτύχημα νὰ μεταβαίνωσι τὸ ἑσπέρας ἀπὸ τοῦ ἀγροῦ ἢ τοῦ ἐργοστασίου εἰς τὸ δεῖπνον καὶ τὴν κλίνην των καθ’ ἂν τρόπον ὁ δοῦς ἀπὸ τοῦ ἀρότρου εἰς τὴν φάτνην, ὡς ἐκεῖνος κοπιῶντες βαρέως, τρώγοντες ἀπλήστως καὶ κοιμώμενοι ἄνευ ἐνείρων, θὰ ηὐκαίρουν τότε νὰ ἐρωτήσωσι πῶς ἔτυχε νὰ εὑρεθῶσιν ἐπὶ τοῦ κόσμου τούτου, τις τοῦ βίου ὁ σκοπός καὶ τί πέραν τοῦ τάφου ὑπάρχει; Εἰς τὰς ἐρωτήσεις ταύτας μόνη ή θρησκεία δύναται νὰ ἀπαντήσῃ δι’ ὑποσχέσεως μακαριότητας ατελευτήτου, ἀλλ’ ἡ ἀδυσώπητος καὶ παντοκράτειρα τότε ἐπιστήμη οὐδὲν ἄλλο θὰ ἔχῃ ν’ ἀποκριθῇ παρὰ μόνον ὅτι δὲν ἠξεύρει ἀπολύτως τίποτε περὶ τούτων, προσθέτουσα μάλιστα μετά τινος ειρωνικῆς αὐταρεσκείας, ὅτι τὰ ἐρωτήματα ταῦτα δὲν εἶνε ἐπιστημονικὰ οὐδὲ κἂν λογικά, ἀλλ’ ἀποτελέσματα της στρεβλώσεως τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας ὑπὸ τοῦ χριστιανισμοῦ. Τὴν τοιαύτην ὅμως στρέβλωσιν μόνον νὰ ἐλεεινολογῇ, νὰ σκώπτῃ καὶ νὰ ὑβρίζη, οὐχὶ ὅμως καὶ νὰ θεραπεύσῃ δύναται ἡ ἐπιστήμη. Αντίδοτον κατὰ τῆς ἀπελπισίας οὐδὲν ἄλλο ὑπάρχει πλὴν τῆς πίστεως ἢ τῆς ἀποκτηνώσεως. Αμφότερα όμως ταῦτα διώκει ἀνηλεῶς καὶ τείνει νὰ ἐξορίσῃ ἀπὸ τοῦ κόσμου ή πρόοδος τῆς ἐπιστήμης καὶ τοῦ πολιτισμοῦ. Πρὸς ἐκτίμησιν τοῦ ἔργου αὐτῆς ὑπόθεσε τὴν ἀνθρωπότητα ὡς συνοδίαν ὁδοιπόρων, πλανωμένων εἰς ἔρημον τῆς Ἀραβίας απέραντον καὶ πυριφλεγή, τηκομένην ὑπὸ δίψης φλογερᾶς καὶ οὐδὲν ἄλλο ἔχουσα στήριγμα ἐν τῇ ἀγωνιώδει πορείᾳ πλὴν τῆς ἐλπίδας ἀνευρέσεως ζωογόνου τινὸς πηγῆς, ὑπόθεσε δὲ καὶ τοὺς ἐπιστήμονας ὡς καλοθελητὰς ἀγωνιζομένους νὰ πείσωσι τοὺς συνοδοιπόρους των ὅτι μωρὰ εἶνε ἡ ἐλπὶς αὐτῶν, ὅτι φάντασμα εἶνε τὸ ὕδωρ καὶ αὐτὴ ἡ δίψα των αποτέλεσμα πλάνης καὶ διαστροφής. Εἰς τοὺς πιστεύοντας εἰς τὴν ἀλήθειαν τοῦ τοιούτου κηρύγματος οὐδὲν ἄλλο ἀπομένει παρὰ νὰ κατακλιθῶσιν ἐπὶ τῆς ἀξένου ἄμμου, παραιτούμενοι τῶν μόχθων ἀσκόπου ἤδη πορείας καὶ ἀναμένοντες τὸν θάνατον ἐν τῇ ἀκινητούσῃ ἀπελπισία. Αὐτὸ τοῦτο θέλει πράξῃ καὶ ἡ ἀνθρωπότης, εὐθὺς ὡς ἀποθῇ κτῆμα κοινὸν τὸ ὕστατον καὶ μόνον δυνατόν πόρισμα τῆς ἐπιστήμης, ὅτι δηλαδὴ μυριάκις εὐτυχέστερος εἶνε ὁ βράχος τοῦ φυτοῦ, τὸ φυτὸν τοῦ ζώου καὶ τοῦτο τοῦ ἀνθρώπου, καὶ αὐτὴ δὲ ἡ ἀνθρωπίνη δυστυχία προβαίνει αὐξάνουσα ἀπὸ τοῦ βρέφους μέχρι τοῦ προσούτου καὶ ἀπὸ τοῦ ἠλιθίου μέχρι τοῦ μεγαλοφυοῦς ἀνδρὸς κατ’ ἀκριβῆ καὶ ἀπαράβατον πρὸς τὴν διανοητικὴν ἀνάπτυξιν ἀναλογίαν. Ὅτι τοιοῦτο εἶνε τὸ μοιραῖον τέρμα τῆς ἐξελίξεως τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος φαίνονται προϊδόνες καὶ προειπόντες πάντες ἐν πάσῃ χώρᾳ καὶ ἐποχῇ οἱ ἐγκύψαντες εἰς βαθυτέραν τῶν ὅρων τῆς ὑπάρξεως ἡμῶν μελέτην. Ὅπως ἑκάστου ἡμῶν, οὕτω καὶ τῆς ἀνθρωπότητος ἐν γένει ἐλαττοῦται, ἐφ’ ὅσον προβαίνει ἡ ἡλικία, ἡ ἱκανότης να αισθανθῇ χαράν. Τὴν περιλάλητον τῶν ἀρχαίων ἐθνῶν αἰσιοδοξίαν βλέπομεν διηνεκῶς φθίνουσαν καὶ ἐξατμιζομένην ἀπὸ τῶν μυθικῶν μέχρι τῶν χρόνων τῆς πνευματικῆς αὐτῶν ἀκμῆς. Ἀσυγκρίτως φαιδρότερος εἶνε ὁ Ὅμηρος του Σοφοκλέους καὶ οἱ φιλόσοφοι τῆς Ἰωνίας τοῦ Πλάτωνος, ὅπως καὶ οὗτος τῶν νεοπλατωνικῶν ἔτι δὲ καταφανέστερος εἶνε παρὰ τοῖς Ἰνδοῖς ὁ κατακυλισμὸς ἀπὸ εὐφροσύνης τῶν Βεδικῶν ὕμνων εἰς τὰ μηδενιστικά πορίσματα τῆς σοφίας τοῦ Βούδα καὶ τοῦ Καπίλα. Ἀναπόδραστος τῷ ὄντι ἀποβαίνει ἡ ἐναργεστέρα διάκρισις τοῦ τέρματος ἐφ’ ὅσον πλησιάζομεν πρὸς τοῦτο. Ἀλλ’ ἂν ἀδύνατον εἶνε νὰ ὀπισθοδρομήσωμεν ἢ καὶ νὰ σταματήσωμεν, ἀκατανόητος καὶ πάλιν ἀπομένει ἡ ἐκ προθέσεως ἐπίσπευσις πρὸς τὴν ἄβυσον τῆς πορείας. Τοὺς σήμερον ἀποστόλους τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς προόδου κλίνω νὰ ὁμοιώσω πρὸς ἰατρούς, κατορθώσαντας ν’ ἀνεύρωσιν ἀλάνθαστόν τι φάρμακον, δι’ οὗ δύναταί τις τάχιστα νὰ γηράσῃ, καὶ ἐπιβάλλοντας τὴν χρῆσιν αὐτοῦ πρὸς ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τῶν μειονεκτημάτων τῆς νεανικῆς ἡλικίας. Ἡ νεότης ἐν τούτοις, ἡ ἄγνοια, ἡ τελεία ἀπὸ πάσης σκέψεως περὶ τῆς τύχης ἡμῶν ἀποχή, ἡ ἄσκησις τῶν μυώνων καὶ ὁ εἰς τὸν ἐλάχιστον ὅρον περιορισμὸς τῆς ἐργασίας τοῦ ἐγκεφάλου εἶνε τὰ μόνο δυνάμενα νὰ μετριάσωσι τὴν ἀχώριστον ἀπὸ τῆς ὑπάρξεως δυστυχίαν. Ῥίψε εἰς τὴν θάλασσαν τὸν Λεοπάρδην καὶ μετ’ αὐτοῦ πάντας τοὺς φιλοσόφους καὶ ποιητάς, πλὴν τοῦ Ὁμήρου, τοῦ Ἀνακρέοντος καὶ τοῦ Θεοκρίτου· ἀντὶ μεταφυσικῶν ἢ ἐπιστημονικῶν φαντασμάτων κυνήγα λαγωοὺς ἢ γυναῖκας, τρέχε, ἵππευε, κωπηλάτει, φύτευε λάχανα ή σχίζε ξύλα, κωπίαζε σωματικῶς καὶ ἀναπαύου πνευματικῶς, ὅπως βραδύτερον ἐπέλθῃ ἡ ὥρα καθ’ ήν, κατανοήσας τὸ ἄσκοπον τοῦ βίου καὶ τὴν κενότητα πάσης ἐλπίδας, θὰ ποθήσῃς βαθὺν καὶ ἀτελεύτητον ύπνον καί, ὡς ἐγώ, θ’ ἀνακράξης· ὦ Νιρβάνα!»

Οτε ἔπαυσαν ἀντηχοῦντες εἰς τὰ ὦτα μου οἱ ἀπαίτιοι ἐκεῖ και χρησμοί καὶ ἀνέτειλε μετ’ ολίγον φαιδρὸς ἥλιος, φωτίζων πλὴν τῶν ἄλλων τὴν Βασίλισσαν, έρχομένην νά σώσῃ ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ Ἁγίου Σώστου, ἐπίστευσα ὅτι ἀπηλλαττόμην ἀπὸ κακοῦ ἐνείρου. Ἐκ τῶν συμβουλῶν τοῦ συνοδοιπόρου μου δὲν ἠκολούθησα καμμίαν, ἀλλ’ οὐδὲ δύναμαι, δυστυχῶς, νὰ βεβαιώσω ὅτι δὲν μετενόησα διὰ τοῦτο. Ανευρίσκων δὲ μετὰ πάροδον ἔλης εικοσιπενταετίας τὰς λησμονηθείσας ταύτας ὁδοιπορικάς σημειώσεις, ἄγομαι εἰς τὸν ποιρασμὸν νὰ ἐρωτήσω, ἂν ἡ κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο ἀναμφισβήτητος καὶ μεγάλη πρόοδος παρ’ ἡμῖν τοῦ πολιτισμοῦ, τὰ τηλεγραφικὰ δίκτυα, τα τηλέφωνα, οι τροχιόδρομοι, οἱ ἠλεκτρικοί λαμπτῆρες, τὰ τεσσαράκοντα γυμνάσια, αἱ ὠδικαὶ λέσχαι, οἱ τρισχίλιοι του Πανεπιστημίου φοιτηταί, ἡ ἀκώλυτος λειτουργία τῶν κοινοβουλευτικῶν θεσμῶν, αἱ μεγαλόσχημοι ἐφημερίδες, ή αντικατάστασις τῶν ληστῶν διὰ χρηματιστῶν, τὰ ἑξακόσια χιλιόμετρα σιδηροδρόμων καὶ τὰ ἰσάριθμα ἑκατομμύρια δημοσίου χρέους συνετέλεσαν κατὰ πολὺ εἰς τὸ νὰ καταστήσωσιν εὐτυχεστέραν τῆς τότε τὴν σημερινὴν Ἑλλάδα. Τοῦτο ἐνδέχεται νὰ ἐξετάσωμεν ἐν προσεχεῖ ἡμῶν μελέτῃ.


  1. Τὴν τρίτην, κάπως δυσέκφραστον, τῆς λέξεως σημασίαν ἔτυχε νὰ μάθω βραδύτερον έν Ἀθήναις.
  2. Χάρις εις τον προοδεύσαντα πολιτισμόν τά ἀνωτέρω κατασκευάσματα πωλούσιν ἤδη ἐντὸς κομψών θηκῶν καὶ ἀγγείων τά ἐπὶ τῆς όδου Σταδίου πολυτελή παντοπωλεία.