Τα ψηλά βουνά/Το πληγωμένο πεύκο

Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Τὸ πληγωμένο πεῦκο


36. Τὸ πληγωμένο πεῦκο.

Τὸ ἀπόγεμα ἦρθε ὁ δασοφύλακας.

Ἡ πρώτη του δουλειὰ ἦταν νὰ κατεβῆ στὸ µέρος ποὺ τοῦ ἔδειξε ὁ Μπαρμπακώστας. Ἐκεῖ τὸν ἀκολούθησαν τὰ παιδιά. Γιὰ πρώτη φορὰ εἶδαν πληγωμένα πεῦκα.

Μιὰ τσεκουριὰ κατέβαινε ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὴ µέση τους, κι ἔφτανε ὡς τὴ ρίζα. Ἦταν μιὰ πληγὴ ἀνοιχτή, ἡ µεγαλύτερη πληγὴ ποὺ µποροῦσε νὰ δῆ κανέναςˑ δὲ θὰ ἔκλεινε ποτέ. Καὶ ἄν ἤθελε νὰ κλείση, ἄλλες τσεκουριὲς τὴν κρατοῦσαν ἀνοιχτή.

Μερικὰ πεῦκα σχεδὸν τὰ εἶχαν γδύσει. Δὲν εἶχαν ἀφήσει στὸ κορμὶ παρὰ λίγη φλούδα. Φαίνονταν σὰν τὸ κρεμασμένο σφαχτό. Ἀπ’ αὐτὲς τὶς πληγὲς ἔτρεχε ἄσπρο ρετσίνι. Τὸ ρετσίνι ἀκολουθοῦσε τὴν τσεκουριὰ καὶ στάλαζε κάτω σὲ µιὰ λακκούβα, ποὺ τὴν εἶχαν ἀνοίξει πρὸς τὴ ρίζα τῶν πεύκων, ἐπίτηδες γι’ αὐτό.

Ὅλη αὐτὴ ἡ σφαγὴ ἦταν γιὰ τὸ ρετσίνι· γιὰ λίγες δραχµὲς ποὺ θὰ ἔβαζαν οἱ Πουρναρῖτες στὸ σελάχι τους, ἂν τὸ πουλοῦσαν.


Τὰ πληγωμένα πεῦκα θὰ πεθάνουν σὲ λίγον καιρό. Θὰ πέσουν ἀπὸ τὸν πρῶτο δυνατὸ ἀέρα ἢ θὰ ξεραθοῦν, γιατὶ δὲ θὰ ἔχουν πιὰ χυμό.

Τὸ τέλος τους τὸ ἔχουν νιώσει, καὶ ὅμως τραγουδοῦν· σαλεύουν καὶ φυσοῦν ὅπως τ’ ἄλλα, τὰ γερὰ πεῦκα.

Μὲ τὸ κομμάτι κορμὸ ποὺ τοὺς ἔμεινε πίνουν ἀπὸ τὴ γῆ ὅσο χυμὸ µποροῦν ἀκόμηˑ πρασινίζουν, ἔχουν ἴσκιο.

Ἔτσι σακατεμένα µποροῦν καὶ δροσίζουν τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ φυσικό τους εἶναι νὰ κάνουν τὸ καλό, δὲν ἀλλάζει.

Δέντρα, περήφανα δέντρα!