Τα νιάτα της γιαγιάς
Συγγραφέας:
Τα τραγούδια της πατρίδας μου
Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Εστία 11.03.1884


Πολλοί τις ετραγούδησαν, και τόση χάρη έχουν
οι χειμωνιάτικες νυχτιές που τα παιδάκια τρέχουν
τριγύρω σ’ ασπρομάλισσα και πρόσχαρη γριούλα
για να τ’ ακούσουν με χαρά και πότε με τρεμούλα
τα παραμύθια που θα πει. Έξω χιονιάς, μαυρίλα,
λαι μέσα λάμπουν στριμωχτά μες στη γωνιά τα ξύλα
και με τις φλόγες τους μαζί προτού να γίνουν θράκια
τριζοβολούνε, λιώνουνε γλυκά με τραγουδάκια.
Όμως η νύχτα η σημερνή δεν έχει παραμύθια
όπως το θέλουν τα παιδιά και τα παλιά συνήθεια,
ούτε θ’ ακούσουν σαν εψές απ’ της γιαγιάς το στόμα
τί έκαναν σαν ήτανε πολύ μικρούλι’ ακόμα,
και τί ρουχάκια είχανε, και τί λογάκια ελέγαν,
και πώς καθώς τα χάιδευαν, τόσο με κάκια εκλαίγαν.

Σαν κόρη που καμαρωτά να τα κρυφοκοιτάξει
βγάζει απ’ τα βάθη του κομού πνιγμένα στο μετάξι
τα τιμημένα της προικιά για τα κρύψει πάλι,
με τέτοιο τρόπο κι η γιαγιά μπροστά της έχει βγάλει
με τα τρεμουλιασμένα της τα χέρι’ απ’ την κασέλα
βαριά φλοκάτα, φέρμελη χρυσή, και φουστανέλα.
Της φέρμελης το μάλαμα, γερό, ακόμα λάμπει,
μα λιώνουν τ’ άλλα απ’ τον καιρό σα φύλλ’ από την κάμπη,
κι οι χαρακιές που έκαμαν σφιχτά διπλαρωμένα
τα λεν από γεράματα πως είναι ζαρωμένα.
Τη στρογγυλή σακούλα του μην τύχει κι είναι τρύπια
δεν ψάχνει ο φιλάργυρος με τόσα καρδιοχτύπια,
όπως αυτή τα ψηλαφά και τα κρατεί και τρέμει,
κοιτά πώς τα κατάντησαν καιροί, καημοί, πολέμοι,
και λησμονιέτ’ απάνω τους βαθιά συλλογισμένη.
Γιαγιά ζαχαρομίλητη, γερόντισσα γραμμένη!
Τα χρόνια δεν την έγειραν και στέκετ’ ολοΐση.
Θα σπάσ’ η ξεροκαλαμιά, μα δε θε να λυγίσει.
Πριν φύγει από την όψη της η εμορφιά της νιότης
της άφησε το γέλιο της, ρουφώντας το δροσό της.
Πλιο άξια γεράματα δεν έχω ιδεί από κείνα,
κι απ’ τη ματιά της πιο χλωμή κι ευγενική ακτίνα,
κι απ’ τα μαλλιά της πιο λευκό και τιμημένο ασήμι,
αγνό χρυσάφι μια φορά στα χρόνια του Μπραΐμη.
Σα μες στο χιόν’ οι μυγδαλιές, τα πιο καλά της χρόνια
χαθήκαν μες στον πόλεμο και μες στην καταφρόνια.
Μα πάλι βρίσκει το δεντρί καινούριες πρασινάδες.
Και νά! της πρώτης νιότης σου σα να ’ναι αντηλιάδες,
έχεις, γιαγιά, το σπίτι σου με τα μικρά σου αγγόνια,
χαίρεσ’ Απρίλη δεύτερο, γεμάτο χελιδόνια.

Την τρων εκείνα με ματιές, με λόγια τη ρωτάνε
τί θέλει αυτή τα τρίμματα, τί κρύβουνε, τί να ’ναι,
κι εκείνη το κεφάλι της σιγοκουνά κι αρχίζει.
— Παρέκ’ η μάνα το μωρό στην κούνι’ αποκοιμίζει
και της γιαγιάς το μίλημα γλυκό στ’ αφτιά τους φτάνει.
Είναι στην κούνια του μικρού, νομίζεις, νάνι νάνι. —
«Παιδιά μου, να μ’ εβλέπατε δροσάτη κοπελούλα,
είκοσι χρόνων φρόνιμη Μισολογγιτοπούλα!
Όταν σε ψάθες έπλεκα τα μακριά μαλλιά μου,
φορώντας το φλωρόφεσο και το χρυσό σαγιά μου,
για νύφη μ’ ονειρεύοταν το κάθε παλικάρι·
στα χρόνια μας ελέγοταν η φρονιμάδα χάρη.
Μ’ ανάθρεφ’ ο πατέρας μου ακριβοθυγατέρα
κι ο δόλιος ελαχτάριζε για μένα νύχτα μέρα,
απ’ τον καιρό που πέθανεν η μάνα μου η καημένη
και μ’ έβλεπεν αχνή αχνή και μαυροφορεμένη.
Μα νά! ξεσπάει ο πόλεμος, πλακώνουν τα μαντάτα
πώς ξεκινούν απάνου μας του Τούρκου τα φουσάτα
και σειέται κι ανταριάζεται το μαύρο Μισολόγγι.
Εδώ αντρίκειο χούγιασμα, εκεί γυναίκειοι βόγκοι,
μπαίνουν στην πόλη από τη μια τ’ αρματωμέν’ ασκέρια,
μιλιώνι’ αλάθευτα βροντούν, αστράφτουνε μαχαίρια,
κι η κλεφτουριά με το Μακρή, κι ο Μάρκος με το Σούλι
εδώ γερά στυλώνονται και στέκουν καραούλι,
κι από την άλλη τη μεριά στο ήσυχο ακρογιάλι
στοιβάζονται με κλάηματα κι αλάφιασμα και ζάλη
γυναίκες με ανήμπορα παιδιά και γηρατεία.
Μπροστά τους στέκετ’ ο χαμός και πίσω η ατιμία!
Είδες σταφίδ’ αραδιαστή με προσοχή στ’ αλώνι,
όταν βροχή αυγουστιάτικη προδοτικά πλακώνει,
πώς τη χωρίζει σε κλωνιά και πώς τη διασκορπάει
και πέφτει μες στα ρέματα και χάνεται και πάει;
Αχ, φαμελιές αρχοντικές και μοσχαναθρεμμένες,
τέτοια φουρτούνα εχάλασε και σας, δυστυχισμένες!
Για να γλιτώστ’ απ’ του οχτρού τα δόντια τα σκυλίσια
μες στις σπηλιάς σκορπίσατε και μες στα ξερονήσια,
και μέσ’ από τον Κάλαμο διωγμένες σα θηρία,
ζητούσατ’ απ’ τη θάλασσα γονατιστά ευσπλαχνία
στο χώμα της πατρίδος σας και πάλι να σας φέρει.
Κι όσες δε μάρανε σκλαβιά, δεν έφαγε μαχαίρι,
παρθένες που δεν ήξερε του ήλιου η ακτίνα,
τις έριξε στο θάνατο η γύμνια και η πείνα.
Εμένα ο πατέρας μου μ’ εκράτησε κοντά του.
Αν ήμουνα για γλίτωμα, στον ίσκιο τ’ αποκάτου
ήταν γραμμένο, έλεγε, για να σωθώ μονάχα,
κι αν χάνομουν, στερνό φιλί το φίλημά του να ’χα.
Ήταν κεφάλι με μυαλό και ήταν από γένος,
καραβοκύρης ξακουστός και κοσμογυρισμένος,
Καπετάν Φίλιος κράζοταν, παντού Καπετάν Φίλιος.
Της λίμνης τ’ αργυρά νερά, τα μαϊστράλια, ο ήλιος,
δυνάμωσαν κι εψήσανε κι αργάσαν το κορμί του,
κι η θάλασσα, η νεράιδα του, η αγαπητική του
που κάθε τόσο έσχιζε μ’ ένα μικρό καΐκι,
στα χέρια ζευγαρώνοντας τρομπόνι και σταλίκι,
τον προίκισεν απίστευτα με ζόρη λιονταρίσα,
και την καρδιά του χωριστά με της σκλαβιάς τη λύσσα.
Ήταν από τους Φιλικούς καιρό κουβεντιασμένος,
και με τον πρώτο αλαλαγμό που σκόρπισε το Γένος
πρώτος τινάχθη μια βραδιά μ’ ένα καλό μπουρλότο,
κι ακούσθη τ’ αστραπόβροντο της λευτεριάς το πρώτο
ακόμα πριν ν’ ακούσομε τη δόξα του Κανάρη.

Σε λίγ’ οχιά δικέφαλη μας έζωσε κουβάρι
και το καταραμένο της φαρμάκι μας ξαμώνει
η λιαπουριά του Κιουταχή και του Ομέρ Βριόνη.
Αλλ’ αν το φίδι εσφύριζε τριγύρω από την Πόλη
σφυρίζει πλιο πικρότερα τ’ αλάθευτό μας βόλι.
Στις πολεμίστρες ξενυχτούν, άντρες, παιδάκια, όλοι.
Κι όσες γυναίκες μένουνε μαζί μας στην πατρίδα,
όλα τ’ αφήνουν κι έχουνε μονάκριβη φροντίδα
να τρέχουν να μοιράζουνε ρακί, νερό, φουσέκια·
και λες πως είναι άγγελοι οπού φορούν γυναίκεια.

—Θέλω να μάθεις μια φορά δική μου κόρη να ’σαι,
μου είπεν ο πατέρας μου· θέλω να μη φοβάσαι,
αν το καλέσει, να βαστάς στο χέρι το πιστόλι,
και στη φωτιά όταν ρίχνεσαι, να μη σε ρίχνει βόλι!
Μου είπε, και μου κρέμασε στον κόρφο Τίμιο Ξύλο.
Κι εκεί που εγώ κοκκίνιζα σαν της μηλιάς το μήλο,
μου φέρνει φέρμελη χρυσή και μαλλιαρή φλοκάτα
και φουστανέλα κάτασπρη, κιντυνεμένα νιάτα
να κρύψω μέσα σε στολή αντρίκεια και καμάρι,
κι η κόρ’ η τόσο ντροπαλή να γίνει παλικάρι.
Με ήθελε στην τάπια του, να φαίνομαι κοντά του,
να του δροσίζω με νερό τα χείλη τα στεγνά του
και με τα δυο μου μάγουλα· φουσέκια να μοιράζω,
να πλύνω από τα αίματα το φοβερό του λάζο,
να ’χω τα βόλια για φλωριά, φκιασίδι τη μπαρούτη,
κι όλοι να λεν: του Φίλιου μας η θυγατέρα ετούτη!
Ήταν στον κάμπο αμέτρητα τα Τούρκικα τ’ ασκέρια
κι ήταν χρυσά κι αξίζανε και τα δικά μας χέρια.
κι ήτανε γνώμη γνωστικιά η γνώμη του πατέρα·
και πώς μια κόρη άφοβα να τρέχει νύχτα μέρα
σε τόσο κόσμο ανάμεσα, ολούθε μαζεμένο
αγριεμένο στη φωτιά, στο αίμα μεθυσμένο;
Καλά η ντόπια λεβεντιά, καλά οι πατριώτες,
όμως οι ξένοι, έξαφνα να πούμε, οι Σουλιώτες,
πρώτοι, αλήθεια, στη φωτιά, σωστοί παλικαράδες,
μα πάλι κι ανυπόταχτοι, γεμάτοι αγριάδες,
δε θα το είχαν τίποτε σιμά στις άλλες τρέλες
και λόγι’ ακόμη άπρεπα να ρίξουν σε κοπέλες.
Και η τιμή και η ζωή με όλα των τα κάλλη
στη φουστανέλα ήταν η μια, στο Τίμιο Ξύλο η άλλη.

Του Φίλιου η κόρη έμαθε του Φίλιου η κόρη να ’ναι!
Παιδιά μου, όσοι μ’ εγνώρισαν και ζουν, με μολογάνε.
Η κόρη με τα χάιδια της, που έτρεμε σα φύλλο,
ζωντάνεψε σαν ένιωσε το Τίμιο το Ξύλο,
κι εκεί π’ ασημοβρόντησαν στη μέση τ’ άρματά της
αντάμ’ ασημοβρόντησεν αντρίκεια κι η καρδιά της,
και σα να την εμάγεψε κανείς τη φουστανέλα,
ευθύς που την εζώσθηκα δεν ήμουν πια κοπέλα!
Α! όχι, δεν απόμεινα με χέρια σταυρωμένα.
Εκεί που αγωνίζονται τ’ αδέρφια μ’ ολοένα,
που πέφτουνε οι μπόμπες
και τα γιουρούσια χύνονται σα μανιωμένες τρόμπες,
και η καπνούρ’ απλώνεται μαύρη, σαν καλιακούδα,
και σβει τη δίψ’ αντί νερό του μολυβιού η φλούδα,
η ίδια που και τη ζωή του Αρβανίτη σβήνει,
εκεί κι εγώ ανταριάζομαι, πετώ σαν το σαΐνι·
μου κόβουνε το δρόμο
θωριές αιματοβούτηχτες που προξενούνε τρόμο,
που τρίζοντας τα δόντια τους πεινούνε για σφαχτάρια,
και πάλι κάτι αμούστακα της λεβεντιάς βλαστάρια·
κρατούν κι εκείν’ ανήμερα την πάλα με το χέρι,
μα έχουν όψην ήμερη, σαν την αυγής τ’ αστέρι.
Το κάθε μάτι στ’ όπλο του σπιθοβολά σκυμμένο,
και δε γυρίζει να με ιδεί, καθώς συχνοδιαβαίνω,
και μόνα μάτι’ αλίμονο! με βλέπουν ολοένα
δειλά, παραπονιάρικα, θολά, και καρφωμένα,
τα μάτια εκείνων που γειρτοί στο αίμα τους για στρώμα
έχουν σβηστεί, μα τη ζωή κρατούν στα δόντι’ ακόμα.

Τώρα στο νου μου δε μπορώ καλά να τ’ αραδιάσω
χωρίς ν’ ανατριχιάσω.
Μα τότε πώς υπόμενα, με τί καρδιά, Θεέ μου!
Τη φρίκη του πολέμου!
Και τάχα η απελπισιά, το Τίμιο Ξύλο τάχα
τόσο να τ’ αντρειεύανε τα σπλάχνα μου μονάχα;
Μπορεί.
Μα περισσότερο ακόμα κάτι άλλο·
μες στην καρδιά μας νιώθαμεν ένα καημό μεγάλο
που έχει σβήσει σήμερα σαν αστραπή που πάει,
που γοργοχάνεται, αφού τον κεραυνό γεννάει.
Παιδιά μου, τον παλιό καιρό η γνώση κι η σοφία
εβρίσκονταν στ’ αρσενικά μονάχα· τα βιβλία
δεν είν’, ελέγαν οι παλιοί, καλά για κοριτσάκια,
και δε μαθαίνουν απ’ αυτά παρά τα ραβασάκια!
Ο αργαλειός μας ήτανε το μόνο μας σχολείο.
Μα είχαμ’ ένα μάθημα, —δεν ήταν σε βιβλίο—
που όλα τ’ άλλα γράμματα μεριάζανε μπροστά του:
τον Τούρκο να οχτρευόμαστε με την κακή σκλαβιά του
κι αρσενικοί και θηλυκοί! Και είχαμε δασκάλους
κι εδώ κι εκεί, γύρω, παντού, όλους, μικρούς, μεγάλους.
Στης μάνας το νανούρισμα, στης νόνας την κατάρα,
εις του πατέρα την ευχή, στης κόρης την τρομάρα,
στα παραμύθια της γριάς, στα χωρατά, στις παίνιες
και στης γιορτής τις ξεγνοιασιές και στης δουλειάς τις έννοιες
τ’ ακούγαμε το πύρινο αλφαβητάρι αιώνια·
τους Τούρκους τους ξορκίζαμε μαζί με τα δαιμόνια,
και τα κορίτσια στο χορό σαν πιάνονταν αράδα,
τέτοια τραγούδια του χορού φτερώναν τη γλυκάδα:
«Κάλλιο ’χω γω το αίμα μου τη γη να κοκκινίσει
παρά να ιδώ τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήσει».

Μια μέρα που ξεκίνησα για νά βρω τον πατέρα
μια καταχθόνια βοή μ’ αντάριασε αποπέρα.
Μην έξαφνα ελύσσαξε το άπατο κανάλι
και μες στη λίμνη εχύθηκε να ’ρθεί να μας ξεβγάλει;
Τέτοια βοή ωσάν κι αυτή ποτέ δεν είχ’ ακούσει.
Οι Τούρκ’ οι Τούρκοι κάνουνε στο κάστρο μας γιουρούσι!
Απ’ άκρη σ’ άκρη στο φτερό αστράφτει κάθε τάπια
και τα νερά του χαντακιού τα κόκκινα, τα σάπια,
πλαντάζουνε γιομίζοντας από κορμιά χιλιάδες,
μα πνίγεται το πλάνταγμα μέσα στους μπαλαρμάδες,
μολύβια π’ όσους βρίσκουνε τους κόβουν πέρα πέρα,
και κάνουν ένα σφύριγμα που σχίζουν τον αέρα
σα να τους περιπαίζουνε αυτούς που θα σκοτώσουν.
Μες στο ποτάμι της φωτιάς αγρίευες, χανόσουν.
Νά! Κι άλλο ακόμα μούγκρισμα πλιο φοβερού θηρίου,
κόλαση, κόσμου χαλασμός, σεισμός, οργή Κυρίου!
Ένα λαγούμι εξέσπασε στων Τούρκων τα ποδάρια
και μαύρο απλώνει σύννεφο με τρίψαλα κουφάρια.
…Μαρμαρωμένη απόμεινα για μια στιγμή, και πάλι
ξυπνώ, αντρειεύομαι, τραβώ προς την ανεμοζάλη.
Φτωχό πουλί μ’ εξάφνισε της μάχης η φοβέρα,
και τη φωλιά μου αναζητώ, και θέλω τον πατέρα.
Σε λίγο τον ξαγνάντεψα στην Τάπια τη μεγάλη
με το ψηλό του το κορμί, το ξέσκεπο κεφάλι,
στη μέση, αρχιπαλίκαρο, σκορπά κάθε ματιά του
γύρω του σπίθες λεβεντιάς, πέρα φωτιές θανάτου.
Απάνου στο κανόνι του με το δαυλί του γέρνει,
κανόνι που καμιά φορά στα χέρια του το παίρνει,
σαν απαντάει στου Πασά μ’ εκείνο τα κετάπια·
λυσσομανούνε τα σκυλιά με τη δική του τάπια,
πλατιά χαλάστρ’ ανοίγοντας σκαλώνουνε στο κάστρο
καρφώνοντας την κόκκινη σημαία με το άστρο,
και το κανόνι τ’ ακουστό αντάμ’ αναταράζεται,
κι από το στύλο του γλιστρά και πέφτει και ντροπιάζεται.
Βοήθα, Χριστέ, μας πήρανε, μας φάγαν οι δαιμόνοι!
Έξαφνα… τόσο ελαφρά ποιά μάν’ ανασηκώνει
να βάλει το παιδάκι της σε κούνια πουπουλένια
όπως τα χέρια εκειά τα δυο —τί χέρια σιδερένια!—
π’ αρπάζουν το κανόνι;
Στην αγκαλιά το γιόμισε, σαν πρώτα το στυλώνει,
και μ’ ένα βροντοβόλημα, μ’ ένα καλό σημάδι
σωρό με τη σημαία των τους έστειλε του Άδη,
τσακεί τους άλλους στο φευγιό, τους ρίχνει απ’ τη χαλάστρα
και μια περιγελάστρα,
και μια φωνή ακούεται μονάχα: Τουρκαλάδες!
Και: Τουρκαλάδες! γύρω του οι λαμπροί παλικαράδες
αντιβοούνε και γελούν, εκεί που αποπέρα
την ίδιαν ώρα φτάνοντας ψιθύριζα: πατέρα!
Εγύρισε, μ’ εκοίταξε με ξαφνισμένο μάτι,
κι ενώ στο χέρι το δαυλί του κανονιού του εκράτει
μ’ αγκάλιασε για μια στιγμή με τ’ άλλο, το ζερβί του·
το χάρο στο ’να χέρι του, και στ’ άλλο τη ζωή του.
Τότε κοντά μας νιος ξανθός, θρεφτάρι του πολέμου,
με κοίταξε…δεν ξέχασα το μάτι του ποτέ μου.
Τα μακριά μου τα μαλλιά στις πλάτες είχαν πέσει,
χρυσόζωνη επρόβαλλεν η λυγερή μου μέση
και άσπριζεν ολόγυμνος ο παχουλός λαιμός μου.
Στο καριοφίλι του γειρτός ξεχάστηκεν εμπρός μου
και ντροπιασμένη έριξα κι εγώ τα μάτια χάμου…
Ο νιος αυτός εγίνηκε… παππούλης σας, παιδιά μου.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Σας αγαπώ, στολίδια μου γεμάτα περηφάνια,
τιμή και δόξα, φέρμελη με τα χρυσά γαϊτάνια,
με των πολέμων τις βολιές φλοκάτα, φουστανέλα,
σας αγαπώ η γερόντισσα μ’ όλη της νιας την τρέλα.
Σα μὄβαναν τα στέφανα του γάμου στο κεφάλι
τόση χαρά δεν ένιωθα και τόση παραζάλη
σαν τη χαρά που σας θωρώ ριγμένα εδώ μπροστά μου.
Και με το κοντογούνι μου, με το χρυσό σαγιά μου
ποτέ μου δεν καμάρωσα, ξανθούλα μαυρομάτα,
όσο καμάρωσα μ’ εσάς, καμάρια μου φευγάτα.
Μ’ εσάς, ρουχάκια μ’, άνοιξε χρυσό το ριζικό μου,
μ’ αγάπησαν, αγάπησα, και ήβρα τον καλό μου,
γλίτωσ’ απίστευτα μ’ εσάς απ’ της σκλαβιάς τα πάθη
τη νύχτα που η πατρίδα μας εκάηκε κι εχάθη
και τον πατέρα μου κακή λαβωματιά πεθαίνει·
μ’ εσάς στα όρη έφτασα νεκρή, ξεψυχισμένη,
μα στο ξανθό λεβέντη μου, στη φλογερή μου αγάπη
δεν επαράδωκα κορμί βρισμένο απ’ τον Αράπη.

Τώρα σαν έρθ’ η ώρα μου και φύγω και πεθάνω,
εσείς να τ’ απιθώσετε στην κάσα μου επάνω.
Παιδιά μου, δε μου φαίνεται κακός ο χάρος τόσο
σα συλλογιέμαι πως εκεί μαζί μ’ αυτά θα λιώσω».

Και στης γριάς το μάγουλο κύλισεν ένα δάκρυ.
Μα έν’ από τ’ αγγόνια της κοιμήθηκε στην άκρη,
και καθώς τό ειδε η γιαγιά με τ’ άγρυπνό της μάτι
το πήρε στο μικρούλι του για να το πάει κρεβάτι.
Και τ’ άλλα που απόμειναν πηγαίναν ένα ένα
και ψηλαφούσαν κι έβλεπαν με μάτια θαμπωμένα
τη φουστανέλα τη λευκή και τη βαριά φλοκάτα
και τη χρυσή τη φέρμελη, καμάρια μας φευγάτα!

Δεκέμβριος 1883