Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
Θ'. Κούγκα


Μα την αυριανή, ενώ «τα έλεγαν», τουφεκίδι απόμακρο, υπόκωφο, ακούστηκε ως το Ζορμπά. Ο Αποστόλης και η δασκάλισσα πετάχθηκαν έξω.

- Ο κρότος έρχεται από κει, είπε η κυρία Ηλέκτρα, δείχνοντας κατά τη δύση.

- Θεέ μου! Είναι ο καπετάν Άγρας! Άραγε ξεκίνησε ο καπετάν Νικηφόρος; Θα προφθάσει ο καπετάν Γκόνος από την Πρίσνα; Και μηνύθηκε άραγε ο καπετάν Κάλας; έκανε ο Αποστόλης.

Ο Γιωβάν τους είχε ακολουθήσει. Με τα δυο χέρια σφιγμένα στα χείλη του, κοίταζε μια την κυρία Ηλέκτρα, μια τον Αποστόλη. Ήταν χλωμός και τρομαγμένος.

- Τον σκότωσαν; μουρμούρισε. Μα δεν του αποκρίθηκαν.

Οι τουφεκιές είχαν παύσει. Η κυρία Ηλέκτρα ανησύχησε ακόμα περισσότερο.

- Είναι με λίγους άντρες... και το πάτωμα Κούγκα βρίσκεται, λες, σε πέρασμα... Ένας αιφνιδιασμός... Και ο εχθρός κοντά... Άκου, Αποστόλη, είπε αποφασιστικά, τρέχα στο Νιχώρι, θα έχουν ακούσει κι εκεί το τουφεκίδι και θα είναι στο πόδι. Έχει παιδιά με καρδιά στο Νιχώρι, μάζεψε όσα τουφέκια είναι, πες τους πως σ' έστειλα εγώ... και τρέχα στις Κάτω Καλύβες. Εκεί θα έχουν μάθει. Και συ πια... βλέποντας και κάνοντας. Μα μη χάνεις στιγμή. Ίσως να έχει βιαστική ανάγκη από βοήθεια ο καπετάν Άγρας...

Ο Αποστόλης δεν περίμενε δεύτερη διαταγή. Είχε φύγει τρεχάτος, ίσια στη σκάλα της Κρυφής. Εκεί τράβηξε μια πιστολιά και περίμενε. Αργούσε να έλθει απάντηση. Τράβηξε δεύτερη πιστολιά. Σε λίγο ακούστηκε μια φωνή από μέσα από τα καλάμια.

- Εεε!... Ποιος;

- Ο οδηγός ο Αποστόλης. Έλα! Γρήγορα! Μια πλάβα παρουσιάστηκε. Μέσα ήταν μόνος ένας πλαβαδόρος οπλισμένος με τουφέκι και πιστόλια.

- Έπεσε τουφεκίδι στο Ζερβοχώρι, είπε του Αποστόλη πλησιάζοντας την πλάβα του, και ανησύχησε ο καπετάν Κάλας. Ήθελε και καλά ο καπετάν Παρασκευάς, ο υπαρχηγός του, να φύγουν. Μα δεν τον άφησε ο Αρχηγός. Και είχε δίκαιο, δε θα ήταν τίποτα, σώπασε το τουφεκίδι. Τι θέλεις εσύ τώρα;

- Πήγαινε με αντίκρυ, στο Νιχώρι. Έχω δουλειά εκεί... διαταγή της κυρίας Ηλέκτρας, αποκρίθηκε ο Αποστόλης. Πήδηξε στην πλάβα και άρπαξε το δεύτερο πλατσί.

- Θα οδηγήσω από κει όσα παλικάρια βρω...

- Πας στο Ζερβοχώρι;

- Στις Κάτω Καλύβες πρώτα. Και βλέπομε.

- Μα ησύχασε το τουφέκι!

- Δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται...

Σαν επικύρωση στα λόγια του Αποστόλη, πυροβολισμοί πυκνοί διέσχισαν ξαφνικά τους ήρεμους κρότους της Λίμνης. Ομοβροντίες απανωτές, βουβαμένες από την απόσταση, μα αδιάκοπες, μαρτυρούσαν λυσσασμένη μάχη κατά το Ζερβοχώρι.

- Γρήγορα! Γρήγορα! έλεγε ο Αποστόλης. Ο καπετάν Άγρας πολεμά στην Κούγκα...

Ο πλαβαδόρος κωπηλατούσε με ορμή. Πολεμιστής ο ίδιος, ήξερε τι σημασία είχε η γρήγορη αποστολή ενισχύσεων.

- Δώσ' μου το τουφέκι σου, παρακάλεσε ο Αποστόλης. Στο Νιχώρι δε θα βρω άλλο...

Στο Νιχώρι, η κίνηση ήταν μεγάλη. Πλάβες ήταν ανασυρμένες στη σκάλα, άντρες οπλισμένοι δρασκέλιζαν τις κουπαστές, πηδούσαν στο χώμα, άλλοι, επίσης οπλισμένοι, κατάφθαναν από το χωριό. Ανάμεσα τους, ψηλός και ίσιος στέκουνταν ο καπετάν Νικηφόρος. Βιαστικά τακτοποιούσε τους άντρες στη σειρά για πορεία. Οι ομοβροντίες εξακολουθούσαν να πέφτουν σα βροντή μακρινή. Ο Αποστόλης πήδηξε και αυτός στην ακρολιμνιά. Βαστούσε το τουφέκι του πλαβαδόρου και φορούσε ζώνη τη φυσιγγιοθήκη του.

- Κύριε Αρχηγέ... άρχισε.

Ο Νικηφόρος γύρισε, τον είδε, είδε και τον πλαβαδόρο όρθιο στην πλάβα του και τον αναγνώρισε.

- Είσαι από την Κρυφή, Ανάσταση; του φώναξε.

- Μάλιστα!

- Τράβα πίσω, πες τού καπετάν Κάλα πως με είδες, πως πάγω από την ξηρά, στα σίγουρα, πως τραβώ για τη σκάλα της Τερχοβίστας και πως παίρνω μαζί το σώμα του Νιχωριού. Πες του να έλθει κι εκείνος με τον καπετάν Παρασκευά. Είναι βία!

Και ξαναγυρνώντας στους άντρες του:

- Εμπρός, βήμα ταχύ, μαρς! πρόσταξε.

Ο Αποστόλης χώθηκε στη γραμμή και ακολούθησε. Στο Νιχώρι δεν είχε πια δουλειά, αφού τον πρόλαβε ο καπετάν Νικηφόρος και είχε μαζέψει το σώμα του χωριού. Πέρα η μάχη εξακολουθούσε άγρια. Οι μπαταρίες ακολουθούσαν η μια την άλλη, ο κρότος έφθανε ως την ακρολιμνιά, πάνω από τα καλάμια και τις φυτείες, πνίγοντας τους άλλους κρότους της Λίμνης. Η καρδιά του Αποστόλη χτυπούσε σκεπαρνιές. Τι να γίνουνταν άραγε στο μισοσάπιο πάτωμα της Κούγκας, χωρίς καμιά σκεπή, κανένα οχύρωμα που να προστατεύει τον Άγρα και τους άντρες του: Αχ, και να προφθάσουν! Να μη φθάσουν αργά! Όπλο και φυσίγγια είχε. Ήταν και αυτός ένα τουφέκι παραπάνω. Και τη δουλειά του θα την έκανε, τ' ορκίζουνταν. Φθάνει να πρόφθαινε τη μάχη. Εμπρός, πρώτος προχωρούσε ο καπετάν Νικηφόρος. Ακολουθούσε την ακρολιμνιά, κατέβαινε στα λασπωμένα χαντάκια, συχνά μες στα νερά, δεν τον σταματούσε ούτε κούραση, ούτε δυσκολία, μόνο να φθάσουν, να φθάσουν, να φθάσουν...

- Αν παίρναμε τον πατημένο δρόμο, θα κοπιάζαμε λιγότερο και θα πηγαίναμε γρηγορότερα, είπε ένας άντρας χαμηλόφωνα στον Αποστόλη. Κοίταξε λάσπες και καλάμια και σκοντάματα...

- Είναι στοχαστικός ο Αρχηγός, αποκρίθηκε επίσης σιγά ο Αποστόλης. Μέρα μεσημέρι, τόσοι άντρες, να περνούμε από τα χωριά, να μας δουν οι Τούρκοι... το συλλογίστηκες; Κι έτσι που πάμε, από την ξηρά, χρειάζεται κουράγιο, ξέρεις, να το καταπιαστεί...

- Καλά λες... Να μας πάρουν μυρωδιά, μας χαλάνε όλους...

Το τουφεκίδι εξακολουθούσε άγριο. Η αγωνία ζωγραφίζουνταν σε όλα τα πρόσωπα, και όλο και πιο γρήγορα προχωρούσε ο Νικηφόρος, παράσερνε την ανθρώπινη αλυσίδα. Ώσπου έπαυσαν οι ομοβροντίες, αραίωσε το τουφεκίδι και σώπασε ολότελα. Μερικοί άντρες, κρυφά, έκαναν το σταυρό τους. Η μάχη είχε βαστάξει πάνω από ώρα. Τι προμηνούσε η τωρινή σιωπή; Τρεις ώρες ολόκληρες βάσταξε η πορεία. Όταν έφθασαν στη σκάλα της Τερχοβίστας, ο νοεμβριάτικος ήλιος κρύβουνταν πίσω από τις κορυφές του Βέρμιου. Μια πιστολιά έφερε μια πλάβα στην ακτή. Μα ήταν πολλοί οι άντρες. Μπήκε ο Νικηφόρος στην πλάβα με όσους χωρούσε, και τράβηξε για τις Κάτω Καλύβες, απ' όπου έστειλε άλλες να πάρουν το σώμα ολόκληρο.

Στις Κάτω Καλύβες λίγοι άντρες είχαν μείνει, όσοι χρειάζουνταν μόνο για να τις φυλάγουν από κανένα αιφνιδιασμό. Η αγωνία τους ήταν μεγάλη, σαν ακούστηκαν οι πρώτες πρωινές τουφεκιές. Την παραμονή είχαν φύγει οι περισσότεροι, με οδηγό το γερο - Πασκάλ, για την Κούγκα. Κι εκείνοι που έμειναν πίσω είχαν ακούσει τη μεγάλη μάχη, μα δεν ήξεραν τίποτα. Πώς είχε τελειώσει; Είχε νικήσει ο Άγρας; Ή μην τον είχαν καταστρέψει οι Βούλγαροι; Είχε νυχτώσει ολότελα όταν έφθασαν οι τελευταίοι αντάρτες στην καλύβα του Βαγγέλη. Χωρίς να χάσει ώρα, ο Νικηφόρος όπλισε δυο μεγάλες πλάβες, πήρε όσους άντρες χωρούσαν, και στα σκοτεινά τράβηξε για την Κούγκα, με μόνο οδηγό τον Αποστόλη.

- Είσαι βέβαιος πως ξέρεις το δρόμο; τον είχε ρωτήσει ανήσυχα.

Μα όλοι οι άντρες αποκρίθηκαν για κείνον, πως και από το γερο - Πασκάλ καλύτερα ήξερε τα μονοπάτια ο Αποστόλης. Μόνος ο Αποστόλης δε μιλούσε. Πρώτη φορά δείλιαζε. Τα μονοπάτια τα ήξερε, είναι αλήθεια, και από το γερο - Πασκάλ καλύτερα. Μα στα σκοτεινά, ανάμεσα στην πυκνή αυτή μυστηριώδικη φυτεία, θα τα ξανάβρισκε; Κι έπαιρνε στο λαιμό του τόσα παλικάρι, μόνος οδηγός αυτός... Αν έχανε το δρόμο του; Αν τους έριχνε σε καμιά μπρουσκάδα;

Όρθιος στην πλώρη της πρώτης πλάβας, τα γατίσια του μάτια σκαλίζοντας το σκοτάδι, οδηγούσε σιωπηλά, με νοήματα, μέσα στο δαίδαλο από στραβοδίβολους στενούς δρόμους ανοιγμένους μες στους καλαμιώνες. Και μ' ευπείθεια κι εμπιστοσύνη υπάκουαν οι πλαβαδόροι, έστρεφαν μια γωνιά όταν τους άπλωνε το χέρι, σταματούσαν όταν το σήκωνε, ξαναβουτούσαν το πλατσί σαν τους το έγνεφε. Δυο ώρες πήγαιναν έτσι, αμίλητοι, αρχηγός και άντρες, μες στα δυο μονόξυλα. Σ' ένα γύρισμα, αμυδρό φως άσπριζε τα νερά. Χαρούμενος άπλωσε ο Αποστόλης το χέρι.

- Η Μικρή! ψιθύρισε.

Ήταν η καλύβα που είχε χτίσει ο Άγρας για να διευκολύνει τις περιπολίες του, ν' ασφαλίσει τις συγκοινωνίες του με τις Κάτω Καλύβες.

- Να σταθούμε, να ρωτήσομε, διέταξε ο καπετάν Νικηφόρος. Δυο άντρες φύλαγαν στα σκοτεινά, από κάθε μέρος της καλύβας.

Είδε ο Νικηφόρος τη λάμψη της κάνας που χαμήλωσε.

- Φίλοι εδώ. Μην τραβάτε! είπε.

- Το σύνθημα! του φώναξαν από τα σκοτεινά.

- «Σταυρός, αστέρι!» αποκρίθηκε ο Νικηφόρος. Οι κάνες ορθώθηκαν.

- Καλώς ορίσετε! του αποκρίθηκαν.

Οι πλάβες πλεύρισαν το πάτωμα. Οι δυο σκιές σίμωσαν. Μα κανένας δε βγήκε από τις πλάβες.

- Τι έγινε στην Κούγκα; ρώτησε ο Νικηφόρος.

- Δεν ξέρομε. Λέγαμε πως μας φέρνετε ειδήσεις...

- Ερχόμαστε από το Τσέκρι, πάμε να βοηθήσομε, είπε ο Νικηφόρος. Αν είναι κακά τα μαντάτα θα ξαναγυρίσομε. Αλλιώς, αν δε μας δείτε, θα πει πως όλα παν καλά.

Κι έδωσε το σημείο να ξεκινήσουν. Μα τώρα στα σίγουρα πήγαινε ο Αποστόλης. Μιας και βρήκε τη Μικρή, ήξερε κάθε λύγισμα μονοπατιού, κάθε ανοιγμένο καινούριο δρόμο. Όσο όμως πλησίαζαν την Κούγκα, τόσο πιο σιγανά, προσεκτικά δούλευαν τα πλατσιά, τόσο πιο ακίνητοι κάθουνταν οι άνδρες. Πήρε ο Αποστόλης το τελευταίο κρυφό μονοπάτι και βγήκε σιωπηλά στη μάννα. Οι άντρες, σκυφτοί, γερμένοι στο τουφέκι, με το δάχτυλο στη σκανδάλη, ήταν έτοιμοι να πυροβολήσουν στην πρώτη διαταγή. Κάτω από το χλωμό φως των άστρων, γυάλισε πάλι μια κάνα ανάμεσα στα καλάμια.

- Τις ει; ακούστηκε μια φωνή.

Από τα συγκρατημένα στήθη, ένας αναστεναγμός βγήκε, κύλησε στα νερά, βαθύς, σα λυγμός χαρούμενος.

- Δικοί μας! Γλίτωσαν!

Τ' άκουσε ο σκοπός και βγήκε μες στα νερά να τους ανταμώσει.

- Ποιοι είστε, αδέλφια; ρώτησε.

- Από το Τσέκρι... Καπετάν Νικηφόρος... Τι μαντάτα εδώ; Ο σκοπός είχε πλησιάσει. Χαρούμενα έσφιξε τ' απλωμένα χέρια.

- Καλά, είπε. Τις φάγανε, οι άτιμοι. Μα έχομε δυο λαβωμένους.

Ανυπόμονα είχε πάρει ένα πλατσί ο Αποστόλης και τραβούσε κατά το πάτωμα που μαύριζε πάρα πέρα. Ο καπετάν Νικηφόρος, όρθιος τώρα, γύρευε κι εκείνος να σχίσει το σκοτάδι με το βλέμμα του. Πλεύρισαν οι πλάβες, και σκιές σκόρπιες σηκώθηκαν και σίμωσαν. Εμπρός, γελαστός, χαρούμενος στέκουνταν ο Αγρας, περιτριγυρισμένος από τους άντρες του. Πρώτος πήδηξε ο Νικηφόρος στο πάτωμα. Πήρε το απλωμένο χέρι του Άγρα και το έσφιξε με συγκίνηση που του έκοβε τη φωνή.

- Ακούσαμε τις ομοβροντίες... ήλθαμε βιαστικά... δεν ξέραμε τι τρέχει... αν θα σε βρούμε ζωντανό!... μπουρδούμπισε.

Ο Άγρας τον αγκάλιασε.

- Τα είχαμε σκούρα μια στιγμή, είπε γελαστά. Ήταν πολλοί αυτοί. Μα τα βγάλαμε πέρα. Ε, παιδιά;

Καθισμένοι όλοι σταυροπόδι στο πάτωμα, κουβέντιαζαν τώρα στα σκοτεινά. Ήταν κρύα και υγρή νύχτα, μα δεν μπορούσαν ν' ανάψουν φωτιά, που, χωρίς σκεπή, θα φαίνουνταν από μακριά, θα τους πρόδιδε. Οι άντρες πίσω από μια κάπα είχαν βράσει νερό και είχαν ετοιμάσει τσάι. Και πίνοντας το ζεστό, τυλιγμένοι ως το λαιμό στις κάπες τους, άκουαν οι νεοφερμένοι τη διήγηση του Άγρα.

- Ναι, έλεγε ο Αρχηγός, τη γλιτώσαμε φθηνά. Και ήμασταν κουρασμένοι, γιατί τη νύχτα είχαμε ξαγρυπνήσει. Ε, Γκόνο; Καλά και βρέθηκες εδώ! Για πες τα! Μα ο Γκόνος, χαμογελώντας, αργοκούνησε το κεφάλι.

- Πες τα συ, κάλλιο, κυρ Αρχηγέ, είπε με την ξενική του προφορά. Θα τα πεις καλύτερα...

Βουλγαρόφωνος, από τα Γιαννιτσά, παλιός συμπολεμιστής των κομιτατζήδων, όταν νόμιζε πως σήκωναν επανάσταση για να ελευθερώσουν από τη σκλαβιά τη Μακεδονία, μα φανατισμένος τώρα Έλληνας Ορθόδοξος, είχε μάθει να μιλά ελληνικά, όχι όμως πολύ ελεύθερα, και τον πείραζε ότι τα πρόφερε ξενικά. Το ήξερε ο Άγρας, και τον εγκαρδίωνε να μιλά και να διηγείται. Τον βεβαίωνε πως όχι μόνο είχαν γούστο τα λάθη που έκαμε, αλλά και πως ήταν χρήσιμη η προφορά του η ξενική, γιατί έτσι τον αναγνώριζε και στα σκοτεινά, και όταν δεν τον έβλεπε ακόμα, και ήξερε πως είχε πλάγι του ένα ατρόμητο παλικάρι.

- ...Κι έτσι, πήγαμε χθες τη νύχτα, με τον καπετάν Γκόνο, δεκαοχτώ όλοι μαζί, διηγούνταν ο Άγρας, περάσαμε από τους κρυφούς δρόμους, που τους ξέρει καλά ο γερο - Πασκάλ, και βγήκαμε στο Ζερβοχώρι. Φυσούσε βαρδάρης. Πήγαμε από το νότιο μέρος, μη μας μυριστούν τα σκυλιά, και κυκλώσαμε το σπίτι του Τόμαν Παζαρέντζε, όπου κρύβουνταν ο Αποστόλ Πέτκωφ. Έτσι δε μου είχες πει, μπρε Αποστόλη;

Βαστώντας την ανάσα του άκουε, καθισμένος στον κύκλο, ο οδηγός.

- Ναι! αποκρίθηκε. Εκεί τον είχε δει ο μικρός ο Γιωβάν. Και τον πιάσατε;

- Ναι! Να τον πιάσομε! Πού πιάνεται αυτός ο παμπόνηρος! Δεν κοιμάται, φαίνεται, ποτέ δυο νύχτες στο ίδιο σπίτι. Τρέμει! Το σπίτι του Παζαρέντζε το κάψαμε, καθώς και δυο τρία άλλα, για παραδειγματισμό και τιμωρία των φονιάδων, που σκότωσαν τις προάλλες επτά αγωγιάτες της Νιάουσας. Μα τον Αποστόλ δεν τον πιάσαμε. Το πουλί είχε πετάξει...

- Και τον Παζαρέντζε; Τι τον κάνατε; Ρώτησε ο Νικηφόρος.

- Τον στείλαμε, όμηρο με άλλους μερικούς, στην Αγια - Μαρίνα, να τους φυλάξουν εκεί. Ας τολμήσουν τώρα να σκοτώσουν κανένα δικό μας!

- Έπρεπε να τους ξεπαστρέψεις, Καπετάνιε, είπε μουρμουριάρικα ο Γκόνος.

Ο Άγρας πέταξε πίσω το κεφάλι του, που, με τα σγουρά μαλλιά, ξεκόβουνταν σα στεφάνι στον αστερωτό ουρανό.

- Μπα, είπε, γιατί; Και αυτοί νομίζουν πως κάνουν το καθήκον τους όταν μας σκοτώνουν. Αν είναι πιο άγριοι από μας, το 'χουν κατάρα στο αίμα τους. Ισως και να μη φταιν, αν τους έκανε ο Θεός αιμοβόρους...

Μουρμούριζαν οι άντρες στο γύρο αποδοκιμαστικά:

- Έτσι που τα πας, κυρ Αρχηγέ...

- Δε ρωτάς και το γερο - Πασκάλ...

Άκουσε τ' όνομα του ο Βούλγαρος κι έσκυψε να ρωτήσει τι είπαν. Του μετέφρασε ο καπετάν Γκόνος. Ο γέρος κουνούσε το κεφάλι του απάνω κάτω με δυσφορία.

- Του το λέγω κάθε μέρα! Μας παίρνεις όλους στο λαιμό σου, Καπετάνιε... είπε στη γλώσσα του.

- Τι λέγει; ρώτησε ένας εύζωνος. Μα διέκοψε ο Νικηφόρος:

- Νωρίς το πρωί ακούσαμε τουφεκιές, είπε.

- Άλλη δουλειά αυτή, αποκρίθηκε ζωηρά ο Άγρας. Η μέρα μας σήμερα, αρχίζοντας από τη χθεσινή νύχτα, ήταν περιπέτειες γεμάτη. Αυτές οι τουφεκιές που άκουσες, ήταν συμπλοκή μιας δικής μας περιπολίας με μια δική τους. Ήλθαν στα χέρια, τράπηκαν αυτοί σε φυγή, και μου έφεραν τα παιδιά έναν κομιτατζή από το Ζερβοχώρι. Τον έστειλα και αυτόν στις Κάτω Καλύβες.

- Και η μάχη;

- Αυτή ήταν η σπουδαία! είπε ο Άγρας. Είχαν ακούσει στις καλύβες τους το τουφεκίδι, οι Βούλγαροι. Μα δεν ήξεραν τι γίνουνταν. Τρεις μέρες τους περιμέναμε εδώ, στο πάτωμα, και δεν έτυχε να περάσουν. Ώσπου βαρεθήκαμε την απραξία, μήνυσα του καπετάν Γκόνο να έλθει και πήγαμε μεις νύχτα, στο Ζερβοχώρι. Μα είδαν, φαίνεται, τις φλόγες από τις καλύβες, και το πρωί έβγαλαν περιπολίες. Πιάσαν τα παιδιά μας τον κομιτατζή που σας είπα, και χτύπησαν ένα δυο άλλους. Ώστε φρένιασαν, εννοείς, στις καλύβες τους. Μα δεν ήξεραν πού κρυβόμαστε μεις. Δε φαντάζουνταν πως είχαμε καταλάβει την Κούγκα. Έβγαλαν λοιπόν δυνατό σώμα σε πλάβες, και το έστειλαν να περιπολήσει. Αυτό περιμέναμε κι εμείς τόσες μέρες! Μπήκαν σε τούτη δω τη μάνα, τους αφήσαμε να πλησιάσουν και ήλθαν κι έπεσαν πάνω στα τουφέκια μας, αράδα οι πλάβες, αλυσίδα! Τους είχαν δει οι σκοποί μας, και σιωπηλά επέστρεψαν και μας ειδοποίησαν. Και μόλις μπήκαν αυτοί για καλά στη μάνα, τους ρίξαμε μια μπαταρία. Στην αρχή έκαναν να υποχωρήσουν τρομαγμένοι. Μα ήταν αυτοί πολλοί κι εμείς μετρημένοι. Το αντιλήφθηκαν και άρχισαν και αυτοί άγριο τουφεκίδι...

- Και σεις, έτσι ξεσκέπαστοι; διέκοψε ο καπετάν Νικηφόρος.

- Είχαμε μαζέψει μερικά καλάμια για πρόχωμα, μα δε μας χρησίμευσαν και πολύ. Και αυτοί όμως ήταν ξεσκέπαστοι στις βάρκες τους, καθώς κατάφθαναν η μια πίσω από την άλλη, στα στενά νερά. Ε, τι να γίνει; Πολεμήσαμε. Ήταν όμως πολλοί αυτοί, σου το είπα, κι εμείς λίγοι. Μου έλειπαν και δυο πλάβες που είχαν πάγει τους αιχμαλώτους. Σαν είδαμε και αποείδαμε, έστειλα τις πλάβες μας με τον Γκόνο και τα παιδιά από μέσα από τα καλάμια, και τους πήραν από πίσω. Και όπου φύγει φύγει τότε! Το 'βαλαν στα κουπιά, και δρόμο! Να είχαμε μεις άλλες πέντε πλάβες! Δε μας ξέφευγε κανένας! Μα δεν έχομε! Είμαστε φτωχοί, πρόσθεσε ο Άγρας.

Και γέλασε.

- Είσαι αδιάσπαστος βράχος θελήσεως και τόλμης, Άγρα, είπε με βαθιά συγκίνηση ο Νικηφόρος.

Ο Άγρας έκανε να γελάσει. Μα πάλι σοβάρεψε.

- Δυο μας παιδιά πληγώθηκαν, είπε. Τους έστειλα στις Κάτω Καλύβες, να τους δει γιατρός και να τους νοσηλεύσει. Εγώ δεν έπαθα τίποτα. Αυτοί οι δυο πλήρωσαν, οι κακόμοιροι...

Παράμερα καθισμένος, άκουε και κοίταζε ο Αποστόλης, σιωπηλός, όλος προσοχή και σκέψη. Από μικρός είχε παρακολουθήσει τον αγώνα, είχε δει και ακούσει πολλά, είχε μετρήσει πτώματα σφαγμένων, βασανισμένων, κομματιασμένων χωρικών, ακολουθήσει κηδείες, ακούσει μοιρολόγια και κατάρες. Μα πρώτη φορά, αφότου είχε μπει στον αγώνα της Λίμνης, άκουε σκέψεις σαν αυτές του Άγρα, που δικαιολογούσε τους εχθρούς του, έβλεπε τη συγκίνηση του Νικηφόρου που παραμέριζε τη δική του περιφρόνηση του θανάτου, για ν' ανυψώσει το συνάδελφο του αρχηγό. Είχε δει οπλαρχηγούς γενναίους, ριψοκίνδυνους, καλούς. Μα πρώτη φορά έβλεπε από κοντά, ήρχουνταν σ' επαφή με πολιτισμένους ανθρώπους, μέσα στον αγριότερο αγώνα. Και δεν ήταν προετοιμασμένος γι' αυτά. Είχε δει πολλές ζούλιες και συνορισιά μεταξύ στους πολεμιστές. Και είχε μάθει να πιστεύει και να λέγει, πως κάθε Έλληνας είναι καλός και κάθε Βούλγαρος κακός. Και τα λόγια του Άγρα, πως και οι Βούλγαροι νομίζουν καθήκον τους να σκοτώνουν Έλληνες, τον ξένιζαν, αλλά και του άνοιγαν καινούριους κόσμους από σκέψη, από δικαιοσύνη, από συγχώρεση.

Τυλιγμένος στην κάπα του, πλαγιασμένος πλάγι στον καπετάν Γκόνο, ανάμεσα στους κοιμισμένους άντρες και αρχηγούς, γυρνούσε μια στο πλάγι, μια στο άλλο, και ύπνο δεν έβρισκε. Έπειτα και ο καπετάν Νικηφόρος... Του έφερναν δάκρυα στα μάτια τα λόγια του καπετάν Νικηφόρου κάθε φορά που τα θυμούνταν. Βράχος θελήσεως και τόλμης, ναι, ήταν ο καπετάν Άγρας! Μα και αυτός δεν ήταν τάχα βράχος θελήσεως και τόλμης, που είχε περάσει, μέρα μεσημέρι, με όλο του το σώμα, τρέχοντας σχεδόν, κάτω από τη μύτη των Τούρκων, για να πάγει γρηγορότερα και ασφαλέστερα βοήθεια στον Άγρα; Και όχι μόνον δεν παινιούνταν γι' αυτό, αλλά και δε φαίνουνταν να το αντιλαμβάνεται καν πως ήταν τολμηρό, ριψοκίνδυνο, κατόρθωμα.

Ως τώρα, μόνο την κυρία Ηλέκτρα είχε λατρέψει ο Αποστόλης, σαν κάτι ανώτερο. Και αυτό τώρα τον μπέρδευε ακόμα περισσότερο. Γιατί η κυρία Ηλέκτρα δεν παραδέχουνταν, ούτε για το Βούλγαρο ούτε για τον Τούρκο, πως ίσως να νομίζουν πως κάνουν το καθήκον τους όταν σκοτώνουν Έλληνες. Αυτή ήταν μονοκόμματη. Μισούσε και Τούρκους και Βούλγαρους, σα θηρία άξια μόνο για εξόντωση. Σα θυμούνταν το σκοτωμένο πατέρα της, που τον είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι στην Αικατερίνη, στα '97, άναβαν τα μάτια της, αγρίευε, γίνουνταν τίγρη... Και μαζί της τους μισούσε και ο Αποστόλης, ίσα με τους Βούλγαρους... Και το πρωί, σαν ξημέρωσε, όταν ζωή και κίνηση σκέπασαν πάλι το πάτωμα, ψήνοντας καφέδες και κόβοντας ψωμιά, κοίταζε ο Αποστόλης μια τον ένα αρχηγό και μια τον άλλο. Και διερωτούνταν ποιον από τους δυο αγαπούσε περισσότερο: τον υψηλό γαλανομάτη παστρικοντυμένο και καλοχτενισμένο καπετάν Νικηφόρο, ή το μικρόσωμο, αξύριστο, ατημέλητο, σγουροκέφαλο, πάντα γελαστόν καπετάν Άγρα;

Το αδυνατισμένο πρόσωπο του δευτέρου, τα βαθουλωμένα περικομμένα καστανά του μάτια, μαρτυρούσαν μέρες και νύχτες άγρυπνες, κόπους, αρρώστια, φροντίδα. Και όμως τα κέφια του έμεναν ανάλλαχτα, ποτέ δεν ανυπομονούσε, ούτε δυσφορούσε, ούτε παραπονούνταν για την άθλια, στερήσεις και κακοπάθειες γεμάτη, ζωή στο πάτωμα Κούγκα. Παρατήρησε και ο Νικηφόρος την κακή του όψη.

- Δε θα βαστάξεις πολύν καιρό έτσι, του είπε. Καλό είναι, αν θες να κάνεις γερή δουλειά, να πας λίγο στις Κάτω Καλύβες, ν' αναπαυθείς και ν' αναλάβεις... Μα τον διέκοψε ο Άγρας.

- Να φύγομε, δηλαδή, μετά τη χθεσινή μας επιτυχία; Να έλθουν αυτοί να μας πάρουν το πάτωμα;

Με τον αγορίστικο αυθόρμητο τρόπο του αγκάλιασε τους ώμους του:

- Μη μου το ξαναπείς, φίλε μου! Αναφώνησε.

- Τουλάχιστον στήσε μια καλύβα, είπε ο Νικηφόρος.

- Αυτό, μάλιστα, το παραδέχομαι, αποκρίθηκε καλόκαρδα ο Άγρας. Και σήμερα, που είναι και οι άντρες σου εδώ, μπορούμε να το κάνομε, σιωπηλά και γρήγορα, μη μας ακούσουν και μας δουν αυτοί οι θεοκατάρατοι. Για δες! Η κεντρική τους καλύβα φαίνεται λίγο μες στα καλάμια, πέρα...

Ως το βράδυ, η καλύβα με σκεπή ήταν στημένη, και οι άντρες είχαν κατασκευάσει, με καλάμια, ρίζες και λάσπη, ένα πλατύ οχύρωμα ολόγυρα στο πάτωμα. Η Κούγκα, από ανοιχτή κι επικίνδυνα εκτεθειμένη σχεδία, είχε μετατραπεί σε οχυρωμένο καταφύγιο ανταρτών.

- Και τώρα, είπε ο Άγρας του Νικηφόρου, δε σου ζητώ πια να μείνεις. Ούτε συ, καπετάν Γκόνο. Για συντροφιά, θα σας ήθελα και τους δυο, αλλά δεν έχομε πια ανάγκη από επικουρία. Ας είστε καλά, που μας βοηθήσατε να φτιάσομε το άσυλο μας. Θα καταφέρομε τώρα να το υπερασπίσομε.

Είχε φύγει βιαστικά από το Τσέκρι ο καπετάν Νικηφόρος. Κι εκεί χρειάζουνταν οργάνωση για άμυνα, αν επιτίθουνταν οι Βούλγαροι, όσο και για υπεράσπιση των πατριαρχικών χωριών.

- Και περιμένω απάντηση του Δεσπότη, είπε του Άγρα. Τον ειδοποίησα πως θα έφευγα να έλθω σε βοήθεια σου, μα έφυγα χωρίς εντολή του.

Έμειναν σύμφωνοι οι δυο αρχηγοί, πώς να συνεννοηθούν γρηγορότερα, σε ώρα ανάγκης. Και την άλλη μέρα το πρωί, ο Νικηφόρος έφυγε με οδηγό το γερο - Πασκάλ και με όλο το σώμα, αφήνοντας τον Άγρα εφοδιασμένο πολεμοφόδια, φυσίγγια και χειροβομβίδες, και με όσους άντρες τού είχαν στείλει οι Κάτω Καλύβες και τα νότια χωριά της ακρολιμνιάς. Την ίδια ώρα έφυγε και ο Γκόνος. Ο Αποστόλης έμεινε στην Κούγκα με άλλους δυο οδηγούς, άλλοτε ψαράδες, που ήξεραν τους παλιούς δρόμους, όχι όμως και τους καινούριους. Κι έτσι έβγαινε δυο τρεις φορές την ημέρα μαζί τους, σε έρευνες και περιπολίες, να τους δείξει τα νέα ανοιγμένα μονοπάτια, που μπέρδευαν ακόμα περισσότερο τον ήδη τόσο μπερδεμένο λαβύρινθο των δρόμων της Λίμνης.

Τη δεύτερη μέρα, γυρίζοντας από μιαν ανίχνευση κοντά στις βουλγάρικες καλύβες, με τον καπετάν Τυλιγάδη, άκουσε ο Αποστόλης τούρκικες ομιλίες μέσα στην Κούγκα. Ξιπάστηκε και γύρισε στον Τυλιγάδη. Αυτός γέλασε ξένοιαστα.

- Είναι ο Χαλίλμπεης, ο φίλος του Αρχηγού, του είπε. Ήρχουνταν και τον έβλεπε, κάπου κάπου, στις Κάτω Καλύβες και τώρα θα έμαθε το κατόρθωμα του στο Ζερβοχώρι και ήλθε να τον συγχαρεί.

- Μα πού έμαθε τα τούρκικα ο Αρχηγός; ρώτησε ο Αποστόλης.

- Μπα, ούτε λέξη τούρκικη δεν ξέρει! αποκρίθηκε ο Τυλιγάδης. Δεν ακούς τον Μιχάλη που τα ξέρει και που κάνει το δραγομάνο; Ο Χαλίλμπεης δεν ξέρει λέξη ελληνική, ούτε ο Αρχηγός λέξη τούρκικη. Μα ο Τούρκος θαυμάζει την τόλμη και την αφοβιά του Αρχηγού, και τους ενώνει η έχθρα τους για τους κομιτατζήδες. Ο μπέης είναι από την Καβάσιλα, και ξέρει, έχει δει μερικά κακούργα καμώματα τους. Μας έστειλε και καπνό κάποτε...

Έβγαιναν από την καλύβα εκείνην την ώρα, ο μεγαλόσωμος πλουσιοντυμένος Τούρκος μπέης, με το μακρύ του σακάκι, το κομψοκομμένο πανταλόνι και τις γυαλιστές του μπότες, και ο ξερακιανός, λιγνεμένος, κακοθρεμμένος Έλληνας αντάρτης, με τα τριμμένα του ρούχα, το πάντα ξέσκεπο κεφάλι και τ' ανυπότακτα μαλλιά, με τα ζωηρά γελαστά μάτια του στις βαθουλωμένες τους κόγχες, λιωμένος από τους πυρετούς και τις κακοπάθειες, μα ολόισιος, κεφάτος πάντα, αδάμαστος, «βράχος αδιάσπαστος θελήσεως και τόλμης». Πίσω τους, κοντά, ακολουθούσε ο Μιχάλης, έτοιμος να κάνει το διερμηνέα. Και είπε ο Τούρκος, γυρνώντας στον Μιχάλη:

- Πες του Αρχηγού σου, πως οπόταν θέλει βοήθεια, ένα σημάδι μόνο να κάνει, και άντρες και όπλα ακόμα είμαι έτοιμος να του στείλω.

Ο Μιχάλης μετέφρασε. Ευχαριστώ τον μπέη, αποκρίθηκε ο Άγρας, μα τις δουλειές μας είμαστε συνηθισμένοι να τις βγάζομε πέρα μόνοι μας... Προπάντων σαν πρόκειται να χύσουμε το αίμα μας... Ο Μιχάλης πάλι μετέφρασε. Ο Τούρκος χαμογέλασε και υποκλίθηκε ευγενικά.

- Είναι υπερήφανος ο Αρχηγός σου, είπε. Μα μπορεί να τύχει να έχει ανάγκη και από τίποτε άλλο... Γιατρό λόγου χάρη. Δε φαίνεται και τόσο καλά...

- Έχομε και γιατρό, ευχαριστούμε, αποκρίθηκε ο Άγρας. Μα αν μου παρουσιαστεί καμιά ανάγκη, θα προστρέξω στην καλή θέληση του μπέη.

Και χωρίστηκαν με χειραψίες και φιλοφρονήσεις. Σαν απομακρύνθηκε και χάθηκε η πλάβα του Τούρκου μέσα στα καλάμια, ο Άγρας έριξε πίσω τους ώμους του, τεντώθηκε, γέλασε και είπε:

- Τις δουλειές μας τις κάνομε καλύτερα μόνοι, ας είναι και καλός, ας είναι και πιστός φίλος ο μπέης. Και τώρα παιδιά, ο καθένας στο έργο του. Εσύ, Μιχάλη, που ξαναπήγες εκεί, δρόμο για το Τσέκρι και την Κρυφή. Την άλλη φορά δεν πρόφθασε να 'ρθει ο καπετάν Κάλας. Αυτή τη φορά όμως πρέπει να προφθάσει. Μεθαύριο θα χτυπήσομε την κεντρική καλύβα τους, και θέλομε και άντρες και πλάβες και φυσίγγια.

Και στον καπετάν Τυλιγάδη είπε:

- Εσύ θα κάνεις έφοδο στο πίσω μέρος της καλύβας, εγώ από μπρος. Πήγαινε με τον Αποστόλη, πριν βραδιάσει, πλησίασε όσο μπορείς, δες την κατάσταση από κοντά κι έλα να μου πεις. Εγώ, ωστόσο, θα ετοιμάσω τα εδώ.

Μα δεν μπόρεσε ο Αποστόλης να πλησιάσει την κεντρική καλύβα. Από μακριά ο Τυλιγάδης αντιλήφθηκε κίνηση ασυνήθιστη, πήγαινε κι έλα από πλάβες, άντρες και κάσες.

- Κάτι ετοιμάζουν αυτοί, είπε στους άντρες του. Πάμε στο Ζερβοχώρι να δούμε.

Μα και στο Ζερβοχώρι δεν μπόρεσαν να πλησιάσουν. Βίγλες φύλαγαν και πλάβες πολλές πήγαιναν κι έρχουνταν. Από μέσα από τα καλάμια και τα δέντρα, κοίταζαν οι Έλληνες χωρίς να μπορούν να βγάλουν νόημα. Ο Αποστόλης πρότεινε να φύγουν, να κατέβουν πιο νότια, να βγει μόνος σ' έρημο μέρος της Λίμνης και να κατοπτεύσει. Οι άλλοι το δέχθηκαν. Καν σιωπηλά γύρισαν νότια, κατέβηκαν στην έρημη όχθη πάνω από τη Γιάντσιστα, όπου ξεμπαρκάρησε ο Αποστόλης μόνος. Με τα χέρια στη τσέπη, σφυρίζοντας ένα βουλγάρικο πολεμικό τραγούδι, ανέβηκε βόρεια, κατά το Ζερβοχώρι.

Πηγαίνοντας αντάμωσε ψαράδες και χωρικούς, χωρίς να ξυπνήσει υποψίες και περιέργεια. Στο Ζερβοχώρι βρήκε κίνηση ασυνήθιστη. Ένα σώμα κομιτατζήδων είχε φθάσει και του ετοίμαζαν λημέρια. Ήταν πολλοί και μοιράζουνταν σε διάφορα σπίτια. Αποφεύγοντας τους άντρες ο Αποστόλης σίμωσε κάτι γυναίκες που, με τα χέρια στους γόφους, ανάμεσα στους μαυρισμένους τοίχους ενός καμένου σπιτιού, μελαγχολικά κοίταζαν το πήγαινε κι έλα της πλατείας πέρα.

- Μπα! έκανε τάχα ξαφνισμένος ο Αποστόλης. Ποιος το έκαψε τ' ωραίο αυτό σπίτι; Το θυμούμαι, πέρσι που πέρασα...

Μιλούσε βουλγάρικα σα Βούλγαρος, και με την ντόπια προφορά. Μια γυναίκα τον κοίταξε από πάνω ως κάτω και ρώτησε:

- Από πού είσαι συ;

- Από το Βέρτεκοπ, είπε στο βρόντο ο Αποστόλης. Πάγω στα Κουρφάλια και...

Η γυναίκα σήκωσε αρνητικά το κεφάλι.

- Μην πας από το Βάλτο, διέκοψε κατσούφιασμένη.

- Να μην πάγω από το Βάλτο; Αμέ από πού να πάγω;

- Κάνε κάλλιο όλο το γύρο της Λίμνης, μα μην πας μέσα. Θα σε σκοτώσουν και σένα.

- Γιατί; Ποιος θα με σκοτώσει; Ο βοεβόδας Αποστόλ; Αυτός σκοτώνει μονάχα Γρεκομάνους.

- Ο βοεβόδας δεν είναι δω, γι' αυτό κάνουν τα δικά τους αυτοί.

- Ποιος κάνει τα δικά του;

- Να, οι καταραμένοι Γρεκομάνοι, που λες, οι Ρωμιοί.

Ο Αποστόλης άνοιξε μάτια και στόμα, και σήκωσε τα φρύδια του ως τα πυκνά μαλλιά του.

- Οι Ρωμιοί; Εδώ; Στη δική μας φωλιά; έκανε.

Η γυναίκα του έδειξε μια μισόκοπη συντρόφισσα της, καθισμένη παραπέρα, σε πεσμένες μαυρισμένες πέτρες. Στα γόνατα της κρατούσε ένα μπογαλάκι ρούχα.

- Να, ρώτα την κερα - Παζαρέντζε. Δικό της ήταν το σπίτι. Το κάψανε και πήραν τον Τόμαν, τον άντρα της, είπε η γυναίκα.

Την άκουσε η κερα - Παζαρέντζε και άρχισε ένα σιγανό μοιρολόγι, αργοσείοντας το κεφάλι της. Ο Αποστόλης την πλησίασε.

- Πότε σου το κάψανε, κερά μου; ρώτησε συμπονετικά.

- Είναι λίγες μέρες... τρεις, τέσσερις... δεν ξέρω πια... μουρμούρισε κείνη.

Διέκοψε το μοιρολόγι της και άρχισε να κλαίει:

- Ας μη μου είχαν πάρει τον Τόμαν, και ας έκαιαν το σπίτι... είπε με αναφιλητά.

Ο Αποστόλης τη λυπήθηκε με τα σωστά του. Συμπονετικά της είπε:

- Ίσως δεν του κάνουν κακό... Μερικοί απ' αυτούς δε σκοτώνουν, λένε...

Η Σόνια Παζαρέντζε, με το πηγούνι έγνεψε κατά τη Λίμνη.

- Μπήκε μέσα ένας διάβολος από δαύτους, είπε. Και διακόβοντας τα λόγια της, με βογγητά πρόσθεσε:

- Δεν μπορούν να τον πιάσουν, αλίμονο μας! Δεν ξέρουν πού κρύβεται. Τον βρίσκουν οι δικοί μας πάντα μπροστά τους! Τους κόβει όλους τους δρόμους! Τους έχει τρομοκρατήσει! Τον λένε Άγρα. Και τρέμουν τα παιδιά μας σαν ακούν τ' όνομα του. Να, δες! Έκαψε το σπίτι μας και τρία άλλα. Και δε φθάνει αυτό! Δες, σήμερα, εδώ, μες στα χαλάσματα βρήκα τούτα τα ρουχαλάκια...

Ένα ένα τα ξεδίπλωσε και τα έδειξε του Αποστόλη. Και αναγνώρισε κείνος τα ρούχα του Γιωβάν.

- Αυτά τα ρούχα τα έδωσα εγώ, με τα χέρια μου, στο ανίψι του Άγγελ Πέιο, εξακολούθησε η Παζαρέντζαινα. Το έντυσα με τα χέρια μου. Το σκότωσαν το παιδί και ρίξανε τα ρούχα του στα χαλάσματα του σπιτιού μου. Αχ! Αχ! Τι κακό μας βρήκε, τους άμοιρους!...

- Έννοια σου, Σόνια μου, είπε μια από τις άλλες γυναίκες, σουρώνοντας τα μαύρα φρύδια της. Ήλθαν τώρα τα παλικάρια μας! Λίγος καιρός πια τους μένει...

- Θα τους χτυπήσουν, ε; Θα τους χτυπήσουν; ρώτησε τάχα με λαχτάρα ο Αποστόλης.

- Και βέβαια θα τους χτυπήσουν! είπε θυμωμένα η γυναίκα. Αύριο μόνο να ξεκουραστούν τα παιδιά μας, και μεθαύριο θα τους ριχθούν και θα τους βολέψουν. Κι αυτό το δαίμονα θα τον φέρουν ζωντανό. Εμείς οι γυναίκες θα του βγάλομε τα μάτια, θα τον γδάρομε...

- Λοιπόν ξέρουν πού κρύβεται; ρώτησε όλο και πιο λαχταριστά ο Αποστόλης.

- Θα τον βρουν, είπε η γυναίκα. Τις προάλλες ήταν σε κάποιο σάπιο πάτωμα που το λένε Κούγκα, που κακό χρόνο να 'χει, να βουλιάξει και να τον καταπιεί το ποτάμι! Κάπου εκεί κοντά θα κρύβεται. Θα τον βρουν, σου λέγω. Και τώρα έχομε και κομιτατζήδες πολλούς, και τουφέκια φέρανε, και πλάβες βρήκαμε... Κομμάτια θα τους κάνομε. Και με τα χέρια μας, τον κακούργο Άγρα θα τον σχίσομε!

Ο Αποστόλης ήξερε τώρα όσα ήθελε να μάθει. Ζήτησε ακόμα μερικές πληροφορίες, μα δεν ήξεραν οι γυναίκες, εκτός μόνο πως θα έφθαναν και άλλοι κομιτατζήδες να ενισχύσουν τις καλύβες κοντά στο Ζερβοχώρι, πριν ερευνήσουν κι επιτεθούν του διαβόλου που τους είχε γίνει καρφί στο μάτι. Κάνοντας το χασομέρη, πήγε παρακάτω ο Αποστόλης, γύρισε πίσω, αντάλλαξε ακόμα μερικά λόγια με τις γυναίκες. Και όταν σκόρπισαν αυτές να παν η κάθε μια στη δουλειά της, απομακρύνθηκε κι εκείνος, τράβηξε νότια, και μόλις βρέθηκε στη μοναξιά, τρεχάτος κατέβηκε στην ακρολιμνιά όπου τον περίμενε ο Τυλιγάδης και οι σύντροφοι του, με την πλάβα κρυμμένη μες στα καλάμια. Και κάνοντας αλλόγυρο, ν' αποφύγουν συνάντηση με τους Βουλγάρους, γύρισαν στην Κούγκα.

Είχε νυχτώσει σαν έφθασαν. Πίσω από το μουσαμά της πόρτας, στο φως της πετρελένιας λάμπας, ξαπλωμένος χάμω, τυλιγμένος σε κάπα και κουβέρτες, ο Άγρας συζητούσε με μερικούς άντρες του. Τα μάτια του γυάλιζαν, αναμμένα από τον πυρετό. Μα ο νους του δούλευε ακούραστος, κατέστρωνε σχέδια, προσδιόριζε στους υπαρχηγούς και άντρες του, τη θέση που θα καταλάμβανε ο καθένας στη μεθαυριανή επίθεση. Ο καπετάν Τυλιγάδης σήκωσε το μουσαμά και μπήκε μέσα.

- Είσαι άρρωστος, κυρ Αρχηγέ, του είπε συμπονετικά. Κι εγώ σου φέρνω κακά μαντάτα.

Ο Άγρας ανασηκώθηκε, και τυλίγοντας την κουβέρτα πιο σφιχτά γύρω του, ακούμπησε τη ράχη του στο τοίχωμα της καλύβας.

- Λέγε, πρόσταξε. Σε δυο ώρες θα 'μαι καλά. Τι έμαθες; Του είπε ο Τυλιγάδης με λίγα λόγια όσα είχε ακούσει από τον Αποστόλη.

Προσεκτικά τον άκουσε ο Άγρας ως το τέλος. Και γυρνώντας στον Αντώνη, που όρθιος στέκουνταν πλάγι του:

- Φώναξε τον οδηγό, πρόσταξε.

Μπήκε μέσα ο Αποστόλης, και στάθηκε με σεβασμό, συγκινημένος, εμπρός στον άρρωστο Αρχηγό.

- Ξαναπές μου εσύ, τι άκουσες και τι είδες, είπε.

Ο Αποστόλης του διηγήθηκε τη συνομιλία του με τις θλιμμένες γυναίκες που είχε δει στα ερείπια του Ζερβοχωριού, χωρίς να παραλείψει ν' αναφέρει και την ερμηνεία που έδωσαν στα ριγμένα εκεί ρούχα του Γιωβάν. Ο Άγρας δε διέκοψε ούτε μια φορά. Σαν τελείωσε ο Αποστόλης την αφήγηση του, πάλι ο Άγρας δεν αποκρίθηκε, ούτε ρώτησε τίποτα. Συλλογίζουνταν, ακουμπισμένος στο καλαμένιο τοίχωμα - τα θερμιασμένα μάτια του στυλωμένα στη θρακιά που χρύσιζε στο κέντρο του πατώματος. Και αποφασίζοντας, ξαφνικά είπε:

- Τυλιγάδη, ετοίμασε τους άντρες και τις πλάβες. Θα επιτεθούμε αύριο πρωί πρωί. Δε θα περιμένομε να μας χτυπήσουν αυτοί οπόταν θέλουν. Ή του ύψους ή του βάθους. Ή αυτοί ή εμείς.

Και τρέμοντας από τον πυρετό, ξαπλώθηκε πάλι χάμω, πλησιάζοντας όσο μπορούσε τη θρακιά, να ζεσταθεί.