Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/269

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
257


Αὐτὸ δὲν τ’ ἀποφαίνεται τ’ ἀφεντικοῦ.
Μ’ ἀγάπη τὸν τηρᾷ κ’ ἐμπιστοσύνη.
Ἡ προσευχὴ τ’ ἀνθρώπου τοῦ δουλευτικοῦ
τὴν δύναμ’, ὄχι ταὶς δουλειαὶς πληθύνει—
Ἔτσι τὸ στέλλει μιὰν ἡμέρα τὸ παιδὶ
ἀπὸ τ’ ἁρμάρι νὰ τοῦ φέρ’ ἕνα κλειδί.
Τί ’ξεύρ’ αὐτό, πῶς ἡ κυρά τ’ ἀκόμα
εἶναι μαζὶ μ’ ἕν’ ἄλλον εἰς τὸ στρῶμα;

Ἀνοίγει, παίρνει τὸ κλειδὶ σὰν ἀστραπή·
’βγαίνει καὶ κλεῖ, καὶ πᾷ χωρὶς φροντίδα.
Ἂν τὸ ῥωτήσῃ κι’ ὁ Θεός του θένα ’πῇ:
“Τίποτε ἄλλ’ ἀπ’ τὸ κλειδὶ δὲν εἶδα!”
Μ’ ἀπ’ τὸν θυμό, γιατί νὰ τὴν καταφρονῇ,
κι’ ἀπὸ τὸν φόβο, μὴν τοὺς εἶδε καὶ φανῇ,
σκάφτ’ ἡ σκληρή, λάκκο βαθύν ἀνοίγει,
νὰ πέσ’ αὐτός, κ’ ἐκείνη νὰ ξεφύγῃ.

“Ὡραῖο δοῦλο μ’ ἔχεις φέρ’ ἀληθινά!
(Λαλεῖ τ’ ἀνδρὸς μὲ ’μάτια δακρυσμένα.)
Ἂν μείν’ αὐτὸς στὸ ’σπίτι σου παντοτεινά,
δὲν θ’ ἀπομείνῃ πιὰ δουλειὰ γιὰ σένα.
Μὰ ’γώ, τὸ θέλεις δὲν τὸ θέλεις, ἐννοῶ
μὲ τὴν τιμή μου νὰ φανῶ ’μπρὸς στὸν Θεό.
Κι’ ἂν δὲν παστρέψῃς ἕνα δούλ’ αὐθάδη,
ἀπ’ τὸ κακό μου θένα ’μβῶ στὸν Ἅδη!”

S