Σελίδα:Η βιογραφία του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη.djvu/56

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
54
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

σιν οἱ στρατιῶται καὶ διότι ἡ εἴδησις, τοῦ ὅτι τὸ Ἑλληνικὸν στρατόπεδον εἶναι προμηθευμένον καὶ μὲ κανόνια, ἠδύνατο νὰ ἐνθαρρύνῃ τοὺς ὑπὸ τὸν ἐχθρὸν Ἕλληνας, ἐπειδὴ ἐβεβαιόνοντο τρόπον τινὰ ὅτι οἱ περὶ τὸν Καραϊσκάκην δὲν ἦλθον διὰ νὰ λαφυραγωγήσωσι καὶ νὰ φύγωσιν.

Ἐνῷ δὲ μίαν ἡμέραν ἐτοποθέτησαν τὸ κανόνιον εἴς τινα θέσιν μόλις ἀπέχουσαν ὡς βολὴν τουφεκίου ἀπὸ τὸν εἰς τὸ κέντρον τοῦ χωρίου πύργον καὶ πλῆθος στρατιωτῶν συνέρρευσεν εἰς τὴν θέσιν ταύτην καὶ εἰς τὰς ἀκρινὰς τοῦ χωρίου οἰκίας, συμβαίνει μία ραγδαιοτάτη βροχὴ συντροφευμένη μὲ σφοδρότατον ἄνεμον, τὸ ὁποῖον ἔκαμε τοὺς στρατιώτας νὰ μεταβῶσι κατ’ ὀλίγους εἰς τὰς κατοικίας των. Ὁ Καραϊσκάκης, ἂν καὶ δὲν ἦτον εἰς τὸ μέρος ὅπου ἐγένετο ἡ συμπλοκή, ὑπώπτευσεν ὅμως ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον καὶ τῷ ὄντι εἶχε συμβῆ καὶ ἔδραμε διὰ νὰ φροντίσῃ νὰ μετακομισθῇ τὸ κανόνιον εἰς τόπον ἀσφαλῆ. Ἕως νὰ φθάσῃ εἰς τὸν τόπον, ὅπου ἦτον τὸ κανόνιον, ὀλίγοι στρατιῶται διέμειναν, οἱ λοιποὶ εἶχον ἤδη φθάσει εἰς Κακόσι, ἀπ’ ὅσους δὲ ἀπαντοῦσε καθ’ ὁδὸν ἐκεῖνοι μόνον ἐπέστρεφον, ὅσοι τὸν ἐντρέποντο καὶ εἶχον φιλοτιμίαν. Ἔπιασε καὶ μόνος του τὸ σχοινίον, διὰ τοῦ ὁποίου ἐσύρετο τὸ κανόνιον, ἔφθασε καὶ ὁ Νικήτας καὶ ἄλλοι τινὲς ἀξιωματικοὶ καὶ οὕτω τὸ μετεκόμιζον εἰς τὸ στρατόπεδον. Ἐνῷ ἐγίνοντο ταῦτα, ἀναγγέλλουσιν εἰς τὸν Καραϊσκάκην ὅτι ἓν σῶμα Ἑλλήνων, τὸ ὁποῖον εἶχεν ὑπάγει εἰς τὰ ἀμπέλια τῆς Δομπραίνας, ἐπερικυκλώθη ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς καὶ εἶναι εἰς μέγιστον κίνδυνον. Ἀφιερώνει ἀμέσως εἰς τὸν Νικήταν καὶ τοὺς λοιποὺς ἀξιωματικοὺς τὴν φροντίδα τῆς μετακομίσεως τοῦ κανονίου καὶ αὐτὸς διευθύνεται πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἦσαν οἱ κινδυνεύοντες μὲ μόνον ἕνα ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτας του καὶ ἕνα ἐθελοντήν, ἀφ’ οὗ ὅμως ἐμήνυσε νὰ ἐξέλθωσι καὶ ἄλλοι στρατιῶται ἀπὸ τὸ χωρίον. Ἀλλὰ μόλις ἐπροχώρησεν ὀλίγον καὶ ἀπαντᾷ ἐρχομένους τοὺς Ἕλληνας, εἰς βοήθειαν τῶν ὁποίων ἐπήγαινεν.

Ἐνῷ ἐπέστρεφεν ὁ Καραϊσκάκης εἰς τὴν κατοικίαν του καταβεβαρημένος ἀπὸ τὴν βροχήν, ἀπὸ τὴν λάσπην καὶ ἀπὸ τὸν κόπον, ἰδὼν πλησίον του τὸν ἐθελοντήν [1], τὸν ὁποῖον ἐγνώριζεν ὅτι διὰ περιέργειαν καὶ φιλοτιμίαν ἐξέθεσε τὸν ἑαυτόν του εἰς τοὺς κόπους καὶ τοὺς κινδύνους τῆς ἐκστρατείας· «Βλέπεις (λέγει πρὸς αὐτὸν) εἰς ποῖα βάσανα εἴμεθα ὑποκείμενοι; καὶ μ’ ὅλα ταῦτα ποῖος μᾶς τὸ γνωρίζει; — Ἂν κατὰ τὸ παρὸν (ἀπεκρίθη ὁ νέος) τὰ πάθη δὲν ἀφίνουν νὰ γνωρισθῶσιν αἱ ἐκδουλεύσεις καὶ οἱ ἀγῶνες σου, δὲν πρέπει ν’ ἀπελπισθῇς. Θέλει ἔλθει καιρὸς νὰ γνωρίσωσι τὴν ἀξίαν ἑκάστου καὶ ν’ ἀποδώσωσι τὸν ἀνήκοντα ἔπαινον καὶ τὴν δικαίαν ἀμοιβήν. —


  1. Ὁ ἐνταῦθα ὑπονοούμενος ἐθελοντὴς εἶναι αὐτὸς ὁ συγγραφεὺς τῆς παρούσης βιογραφίας (σημ. ἐκδότου).