Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 079.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
79

στηρίζεται ’πάνω του, και κατ’ αυτον τον τρόπο βαστούμενοι και οἱ δυό τους, νύφη και γαμβρός, παίρνουν τον δρόμο αργά, αργά, κατα την εκκλησία.

Μόλις ὁ αυθέντης ὁ Χριστος επάτησε το κατόφλι τοῦ ναοῦ, και ὁ κώδωνας ήρχησε μόνος του να σημαίνῃ ἑορτάσιμα, και οἱ πολυέλαιοι αμέσως ήναψαν ὅλοι αφ’ ἑαυτοῦ τους. Εκεῖ, εμπρος εις το ἅγιο βῆμα, εγονάτισαν ὁ γαμβρος και ἡ νύφη, και ὁ αυθέντης ὁ Κύριος τους έδοσε την ευλογία του.

Ας έλθωμε τὼρα εις τον Μαστρο-Κρόγια.

Αφοῦ ’βγῆκαν οἱ ἅγιοι απο το εργαστήρι του, πράσινος αυτος απο την ζήλεια του, — Ά, εῖπε με τον νοῦ του· τώρα θα ιδοῦν αν δεν εῖμαι κ’ εγω επιτήδειος να κάμω αυτο το ίδιο ποῦ έκαμε. Θέλω κ’ εγω να έχω μία γυναῖκα εύμορφη και ’σαν το κυπαρίσι λυγερή. — Βρε Ζαμπετώ![1] λέγει εις την γυναῖκα τσυ ἅμα την εῖδε και ῆλθε (επειδη κ’ έλειπε αυτη απο το εργαστήρι την ὥρα ὅπου ὁ αὐθέντης ὁ Χριστος εῖχε κάμει το θαῦμά του)· βρέ γυναῖκα! να ιδῇς τί έχω τώρα να κάμω· μόνο συ καθόλου να μη φοβηθῇς.

Και ὁ μασκαρᾶς, αλήθεια κ’ αλήθεια, ἁρπάζει ὡς να ’πῄς άψε, σβύσε την γυναῖκά του, μία γυναῖκα μεσόκοπη, καμποῦρα ὅμως και στραβοσκέλα. και ζούφ! την καθίζει μέσα εις το καμίνι του!

Βάλλει ταις φωναις ἡ κατακακομοίρα· «Βρε άνδρα τί κάμνεις; Έλεος! έλεος!» ὡς ὅπου ὁ καπνος τῆς έκοψε την αναπνοη κ’ εκατάπνιξε ταις φωναίς της. Και ζούφ! αυτος την ’παίρνει μέσ’ απο την φωτια και την ῥίχνει εις τον άκμονα. Και δός του, δός του ταις βαρειαις σφυρειαις επάνω ’ςτο σῶμά της.

Ναί! κάθου περίμενε· ούτε μία σπίθα δεν έβγαινε. Αμ’ βγαίνει ποτε σπίθα απ’ ἕνα σακκι γεμάτο κοπριά; Εκεῖνος έλεγε πῶς θα τοῦ γίνουνταν μία κόρη εύμορφη ’σαν τον ἥλιο, και αντι εκεῖνο ποῦ ’περίμενε, τί να ιδῇ ’πάνω ’ςτον άκμονά του; ἕνα φρικτο σωρο απο κρέας και κόκκαλα· και μαῦρο ’σαν την πίσσα.

— Γυναικοῦλά μου, γυναικοῦλά μου!

— Ναί, γυναικοῦλά σου! περίμενε πῶς θα σοῦ αποκριθῇ! Αφοῦ βλέπεις ποῦ την έκαμες κουρκοῦτι.

Εκείνη ἡ δυσωδία τοῦ καπνοῦ ποῦ ’χύθηκε παντοῦ τριγύρω ῆταν να κρατῇ κἀνεις την μύτη του και να φεύγῃ μία ὥρα μακρυά.

  1. Gibeto