Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 029.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
29


Πέτα, τῆς Ὕδρας κολοσσέ, μὲ τὸ πανὶ γεμάτο!
θαλασσοπούλια τῶν Ψαρῶν, Σπετσιώταις ’ξακουσμένοι!
Γιὰ ’δέτε πῶς δασώθηκε τὸ πέλαγο ’κεῖ κάτω
δπὸ φεργάδες τούρκικαις· πετᾶχτε! σᾶς προσμένει.

Κι’ ὅταν ’σὰν κύκνους ’ςτὰ νερὰ σᾶς εἶδε νὰ πετᾶτε
μὲ τὴ σημαία τοῦ σταυροῦ καὶ μὲ τὴ λεβεντιά σας
καὶ τῆς Τουρκιᾶς τὰ δίκροτα θεριὰ νὰ κυνηγᾶτε,
ὁ κόσμος σᾶς καμάρωσε, ἐδάκρυσε μπροστά σας·

Κ’ εἶπε – Χαρὰ ’ς αὐτὴ τὴ γῆ, τὴν εὔμορφη πατρίδα,
ποῦ ’βύζαξε τέτοια παιδιὰ ἀπὸ τὰ σωθικά της!
Ποτὲ τοῦ σκλάβου νὰ μὴ δῇ τὴ μαύρη ἁλυσίδα!
Χαρά ’ςτον ποῦ θὰ σκοτωθῇ γιὰ τὴν ἐλευθεριά της!

Κ’ ἔγειναν τότε θαύματα. Καράβια ’σὰν θερία,
κρυφὸ καμάρι τῆς Τουρκιᾶς, βουνά θαλασωμένα,
ὅλο φωτιὰ καὶ σίδερο, περφανεμένα πλοῖα,
’μπροστά σου νὰ σκορπίζουνται, νὰ φεύγουν ’ντροπιασμένα!

Δὲν εἶχε ἀκόμα ὁ Καραλῆς τὰ χέρια του ξεπλύνει
ἀπὸ τῆς Χίου τὴ φρικτὴ σφαγὴ, ὁ μακελλάρης!
καὶ μ’ ὅλη τὴ φεργάδα του, τὴν ἄτιμη ἐκείνη,
ἐκδικητὴς τὸν ἔκαψε μιὰ νύκτα ὁ Κανάρης.

Τὸ Μεσολόγγι, ὁ Γέροντας, ἡ Πάτρα, ἡ Μεθώνη,
ἡ Κρήτη, ἡ περήφανη τῆς Μεσογείου κόρη,
ποιὸς βράχος δὲν σοῦ ἀντήχησε τ’ ἀνίκητο κανόνι;
ποιὸ κῦμα δὲν σοῦ ’φίλησε τὴν ἀνδρειωμένη πλώρη;

Ἄχ! τὰ θυμᾶσαι, Ναύαρχε, τὰ ζηλεμένα χρόνια,
ποῦ σοῦ ’χε ἡ θάλασσα λαμπρὴ, κ’ ἦταν ἡ νύκτα, ’μέρα;
ποῦ’ τραγουδοῦσαν ’λευθεριὰ τ’ ἀθάνατα κανόνια
κ’ ἐχόρευαν ᾐ τούρκικαις φεργάδαις ’ςτὸν ἀέρα;