Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 294.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
294

Ἐστηριγμένος ἐπὶ τοῦ τηλεγραφικοῦ στύλου μετέωρος ἔτι ἐπισκοπεῖ τὰ πέριξ· ἡ ὥρα παρέρχεται καὶ διστάζει νὰ προχωρήσῃ πρὸς τὸν ναόν. Εἷνε πλήρης συντριβῆς, ἀλλὰ καὶ πλήρης αἰσχύνης· ἐν τῇ μνήμῃ αὐτοῦ ἄθικτος τηρῆται ἡ ἐντύπωσις τῆς χθεσινῆς νυκτός, ἀλλ’ ἐπίσης ἄθικτα εἰς τὸ θυλάκιόν του τὰ εἰκοσιπεντάδραχμα τοῦ Κουβαρᾶ. Νὰ ῥίψῃ τὴν ψῆφόν του εἰς τὸν Χρύσην; τῶν ἀδυνάτων ἀδύνατον! Νὰ δώσῃ λευκὴν εἰς τὸν Ἀριστάρχην; ἀλλὰ συνῃσθάνετο ὅτι ἔπρεπε νὰ παραστῇ πρὸ τῆς κάλπης του καθαρὸς καὶ τίμιος, οὐχὶ ἐρρυπωμένος ἐκ τῆς δωροληψίας κ’ ἐπιπροσθέτου εἰς τὴν ταπεινότητα τῆς ἀποδοχῆς τῶν χρημάτων τὴν κακοήθειαν τῆς ἀπάτης πρὸς τοὺς δωροδοκήσαντας. Εἰς ἄλλην περίστασιν ἴσως ὁ Ἀποστόλης δὲν ᾐσθάνετο οὗτος ὀξεῖς τοὺς νυγμοὺς τῆς συνειδήσεως· ἀλλ’ ἤδη, ἂν ἐμάνθανε τὰ κατ’ αὐτὸν ὁ Ἀρισταρχης θὰ ἐξετίμα, ὡς ἄλλοτε, τὴν ψῆφόν του;… Ἀπέναντι τῆς περὶ αὐτοῦ ὑπολήψεως ἐκείνου, ὄχι ἑβδομήκοντα πέντε ψωροδραχμάς, ἀλλὰ καὶ χιλιάδας δὲν ἔπρεπε νὰ ἀποκρούσῃ;

Κατ’ ἐκείνην τὴν στιγμὴν τὸ βαθμηδὸν πυκνούμενον ἐν τῇ πλατείᾳ πλῆθος ἀνεκινήθη βιαιότερον τοῦ συνήθους, καὶ ὁ Ἀποστόλης διακρίνει τὸν Ἀριστάρχην μετά τινων φίλων ἀπερχόμενον εἰς τὸν ναόν, ὀλίγῳ δὲ μετέπειτα βλέπει ἀκολουθοῦντα ἐντὸς καὶ τὸν Κουβαρᾶν. Ὁ Ἀποστόλης αἴφνης διασχίζει ταχὺς τὸ πλῆθος, φθάνει πρὸ τοῦ ναοῦ, λαμβάνει τὸν ἀριθμόν του ἐν τῷ ἐκλογικῷ καταλόγῳ παρά τινος ἐκεῖ πέραν ἐκ τῶν ἐντεταλμένων τὴν φροντίδα ταύτην, καὶ τῇ βοῃθεία τῶν μυωδῶν αὐτοῦ βραχιόνων, διωθῶν ἔνθεν καὶ ἔνθεν τοὺς πρὸ τῆς θύρας συνωστιζομένους ἐκλογεῖς, εἰσέρχεται εἰς τὴν ἐκλησίαν. Θόρυβος ἐντὸς καὶ ἀταξία καὶ σύγχυσις· κραυγάζουσιν οἱ τῆς ἐφορευτικῆς ἐπιτροπῆς, κραυγάζουσιν ὑποψήφιοι καὶ ἀντιπρόσωποι καὶ σφαιριοδόται καὶ χωροφύλακες· διασταυροῦνται αἱ διαμαρτυρήσεις καὶ συνεχῶς διακόπτουσιν αἱ ἐνστάσεις τὴν ψηφοφορίαν. Ὁ κύριος Κουβαρᾶς σπεύδει νὰ καταλάβῃ τὴν θέσιν του ὡς ἀντιπροσώπου τοῦ Χρύση, ἀλλ’ ἐπιστρέφεται, διότι τὸν καλοῦσι.

— Γιατρὲ, μπορῶ νὰ σοῦ ’πῶ δυὸ λόγια;

— Τί εἶν’, Ἀποστόλη; δὲν ψήφισες ἀκόμα;

— Ἐδῶ παράμερα;

— Λέγε.

— Γιατρέ, χθὲς τὸ βράδυ ἤμουνα πιωμένος, δὲν ἤξερα τὶ ἔκανα· πάρε πίσω τὰ λεπτά σου. Καὶ κρύφα τείνει πρὸς αὐτὸν ἐπιμελῶς ἐπτυγμένα τὰ χαρτονομίσματα.

— Μοῦ φαίνεται πῶς τώρα εἶσαι πιωμένος, λέγει ὁ ἰατρὸς ἀμήχανος, καὶ προσεκτικῶς παρατηρῶν τὸν Ἀποστόλη μήπως ἀνακαλύψῃ τὸν λόγον τοιαύτης ἀπροσδοκήτου ἀποδόσεως.

— Πάρε τὰ λεπτά σου, κὺρ Κουβαρᾶ, δὲν τὰ θέλω!

Ἆ τὸν παλῃάνθρωπο! ἐσυλλογίσθη οὗτος, θὰ μοῦ θέλῃ καὶ ἄλλα, πρέπει νὰ τὸν ξεφορτωθῶ. Καὶ θεὶς γοργῶς τὴν χεῖρα εἰς τὸ θυλάκιόν του, καὶ ὑπόπτως προσβλέπων πέριξ, καὶ ταπεινῶν τὴν φωνήν:

— Βρὲ Ἀποστόλη, μή μας φέρνῃς τώρα δουλειαίς· νά! πάρε κι’ ἄλλο ἕνα εἰκοσιπεντάρικο καὶ τρέχα νὰ ψηφίσῃς.