Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 215.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
215

— Μὴ παιδί μου, μὴ αὐτόν! τὸν θέλω γιὰ κεσέμι, φωνάζει μετὰ στεναγμοῦ ὁ γέρων Τόσκας.

— Ἆ! ἔχουμε καὶ ἀντίστασι, καὶ δὲν ξέρεις, ὅτι ὑπάρχει καὶ νόμος! μυκᾶται ὁ ἄλλος σταυρωτής.

Καί, ἐν ᾧ ὁ συνάδελφός του σφάζει τὸν τράγον, αὐτὸς μετὰ τῶν λοιπῶν ἐφαρμόζει τὸν νόμον ἐπὶ τῆς ῥάχεως τοῦ Τόσκα, τὸν δαίρουν ἀνηλεῶς, ἐν ὀνόματι τοῦ νόμου, τὸν ἀφίνουν ἐκτάδην μὲ δύο τραύματα χάριν τῆς δημοσίας τάξεως, καὶ φεύγουν λαβόντες τὸ λάφυρον, τροπαιοῦχοι καὶ νικηταί, ἀντιστάσεως μὴ οὔσης, καὶ ᾄδοντες:

«Τιμὴ καὶ νειάτα νὰ χαρῇ ὁ στρατιώτης ξέρει!»
III

— Κάνε γρήγορα, Μαριώ μου, συγύρισε τὸ σπίτι, γιατί ὁ ἥλιος νά! ἐβασίλεψε καὶ ὅπου κι’ ἂν ἦνε θἄρθῃ ὁ πατέρας σου. Ἡ ὥρα τὸν καρτερεῖ.

Ἔλεγεν ἀφελὴς γραῖα πρὸς σεμνήν, ὡραίαν καὶ δροσεράν, ὡς τὸ ἐπὶ τῶν κορυφῶν τῶν ὀρέων ἐκπηγάζον ὕδωρ, κόρην. Καὶ ἡ Μαριώ, ἀναδέσασα τοὺς μέχρις ὀσφύος μακροὺς καὶ μαύρους, ὡς ὁ ἔβενος, πλοκάμους της, εὐπειθεστάτη εἰς τὴν φωνὴν τῆς μητρός, ἐτακτοποίει τὸν οἰκίσκον, ἀναμένουσα τὸν πατέρα της Τόσκαν.

Ἀντ’ αὐτοῦ ὅμως εἶδε περίφοβος τοὺς χωροφύλακας μετὰ τοῦ εἰσπράκτορος, οἵτινες εἶχον προπορευθῆ διὰ νὰ κάμουν κονάκι εἰς τὴν οἰκίαν του. Τί σημαίνει κονάκι χωροφυλάκων ἀπαιτεῖται Δάντου φαντασία καὶ ἡρωισμὸς μάρτυρος διὰ νὰ ἐννοήσῃ κανείς. Μόνον ἡ λέξις δύναται νὰ τρέψῃ εἰς φυγὴν καὶ τοὺς δίποδας καὶ τοὺς τετράποδας κατοίκους τῶν χωρίων τῆς Ἑλλάδος.

Ἔσφαξαν ἀμέσως δύο ὄρνιθας, ἔπιον καὶ ἔχυσαν οὐκ ὀλίγον οἶνον καὶ ἐζήτησαν ἀζυμίτην ἄρτον (μπογάτσαν), διότι περὶ τοῦ λεηλατηθέντος τράγου τοῦ ποιμνίου ἐγένετο σκέψις νὰ προορισθῇ πρὸς πώλησιν! Ἕως οὗ ὅμως ψηθῶσιν αἱ ὄρνιθες, κατεγίνοντο νὰ συντάξουν κατὰ τοῦ Τόσκα ἔκθεσιν ἀντιστάσεως κατὰ τῶν δημοσίων ὀργάνων ἐν τῇ ἐνασκήσει τῶν νομίμων αὐτῶν καθηκόντων. Ἐπεφάνη τότε πρὸς στιγμὴν ἡ, εἰς τὴν ἐμφάνισίν των ἀποκρυβεῖσα, ὡραία Μαριώ, μόλις δὲ τὴν εἶδεν ὁ ὑπενομωτάρ-