Μαλστ. ἀναπηδῶν καταπόρφυρος ἐνῷ τὸ κύπελλον πίπτει τῶν χειρῶν αὐτοῦ καὶ θραύεται χυνομένου καὶ τοῦ ὑπολοίπου οἴνου. — Αἴ!…
Ὁ κ. Ἰσίδωρος ἔντρομος. — Τί ἔχεις;
Ἡ κ. Ξυλαράκη προσπαθοῦσα νὰ κρύψῃ τὴν ἀνησυχίαν αὐτῆς. — Τί ἐπάθατε;
Μαλσταμίδ. μόλις δυνάμενος νὰ συνέλθῃ ἐκ τῆς ταραχῆς αὐτοῦ. — Δὲν ἠξεύρω.... κἄτι εἶχε μέσα τὸ κρασὶ.... πρέπει νὰ κατάπια τὸν φελλὸν....
Ὁ κ. Ἰσίδωρος ἐν μεγίστῃ ταραχῇ. — Τί λές, ἀδελφέ…
Ἡ κ. Ξυλαράκη ὀργίλη. — Δὲν προσέχεις καὶ σύ, καϋμένε, ἐπῆγες νὰ πνίξῃς τὸν ἄνθρωπον.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος εὑρίσκει τὸν φελλὸν ἐπὶ τῆς τραπέζης. — Δὲν εἶνε δυνατὸν.... νάτος ὁ φελλὸς....
Μαλσταμίδης προσπαθῶν νὰ μειδιάσῃ. — Κἄτι ἄλλο θὰ ἦτο.... Τί κάμνετε κυρία Καλλιόπη;
Καλλιόπη ἥτις ἀφ’ ἧς στιγμῆς ἐκάθησε καὶ ἤρχισε νὰ τρώγῃ παρατηρεῖ τὸν Μαλσταμίδην ἀτενῶς. — Πολὺ καλὰ, σᾶς εὐχαριστῶ.
Ἡ κ. Ξυλ. βλέπουσα ὅτι ὁ Μαλσταμίδης φέρει συνεχῶς τὴν χεῖρα εἰς τὸν λαιμὸν αὐτοῦ. — Πῶς εἶσθε;
Μαλσταμίδης μειδιῶν. — Ἄ, δὲν εἶνε τίποτε… ἐπέρασε…
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Πῶς ἐτρόμαξα.
Καλλιόπη μειδιῶσα μετ’ ἐλαφρᾶς εἰρωνείας. — Δὲν πίνετε ὀλίγον νερόν, κύριε Μαλσταμίδη; [Πληροῦσα τὸ ποτήριον αὐτοῦ]. Νὰ σᾶς βάλω;
Μαλσταμίδης ἐρυθριῶν καὶ δεχόμενος τὴν φιλοφρόνησιν χωρὶς νὰ ὑψώσῃ τοὺς ὀφθαλμούς. — Σᾶς εὐχαριστῶ, κυρία μου.
Καλλιόπη μειδιῶσα. — Ἐγὼ πταίω ἴσως.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Διατί ἐσύ;
Καλλιόπη. — Εἰς τὸ σχολεῖον ἔλεγαν πάντοτε ὅτι ἔχω κακὸ μάτι.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος γελῶν. — Χάχ, ἄχ, ἄχ ἆ! Κακὸ μάτι σὺ ποῦ ἔχεις τὰ ὡραιότερα μάτια τοῦ κόσμου.
Καλλιόπη σκοπίμως παρατηροῦσα τὸν Μαλσταμίδην. — Καὶ εἶμαι βεβαία ὅτι ἂν δὲν ἠρχόμην αὐτὴν τὴν στιγμὴν ὁ κ. Μαλσταμίδης θὰ ἔπινε μὲ ὅλην τὴν ἡσυχίαν του εἰς ὑγείαν τῆς θείας.
Μαλσταμίδης ἐν στενοχωρίᾳ. — Κυρία μου… δὲν ἠξεύρω ἀληθῶς… [ἰδίᾳ] Κρῦος ἱδρὼς μὲ περιβρέχει… ἄ, τί ἔπαθα!…