Ὅταν ἠχήσ’ ἡ σάλπιγγα ποῦ τοὺς νεκροὺς ’ξυπνάει!
–Πουλί μου· μήπως πίκρανα τ’ ἀδέλφι μου τὴν ὥρα
ὅπου τὸν ἄφησα κ’ ἐγὼ ’ς τὴν ἔρημη τὴ χώρα;…
Εἶδες τὴ φοβερὴ στιγμὴ, ποῦ ἄλλη ’σὰν κ’ ἐκείνη
Κανεὶς δὲν ’γέννησε καιρὸς κ’ ἡ φρίκη δὲν τὴν δίνει;
Εἰς τήν στιγμὴ π’ ἀκούμβησε τὸ φέρετρο ’ς τὸ μνῆμα
Πῶς μὲ ξεφώνημα βουβὸ ἐμάκρυνα τὸ βῆμα
Κ’ ἔφυγα, ἔφυγα μακρυὰ κ’ ἤμουν κοντά του πάλι;
Εἶχα ’ς τὰ στήθια σπαραγμὸ, φωτιὰ μέσ’ ’ς τὸ κεφάλι.
Σκότος ’ς τὰ μάτια κι’ ἀστραπαῖς… νὰ μείνω δὲν ’μποροῦσα,
Κ’ ἥλιος ἂν ἤμουν θἄσβυνα, καὶ σίδερο θὰ ’σποῦσα.
Ἄχ! τί δὲν ἔδινα μακρυὰ νὰ βρίσκουμουν, καὶ πάλι
Νὰ εἶμ’ ἐκεῖ· τὰ στήθια μου νὰ ἔχῃ προσκεφάλι…
Ἡ τρέλλα μοὔδινε ζωή γι’ αὐτὸ ἀκόμη ἐζοῦσα·
Τ ἀδέλφι μου ’ς τὰ χώματα νὰ ’δῶ δὲν ἠμποροῦσα·
Τ’ ἀγαπημένο πρόσωπο ποῦ μοῦ ἐχαμογέλα
Καὶ μέσ’ ἀπὸ τὸ φέρετρο γιὰ χάρι μου ἀκόμα,
Τὸ κυπαρίσσι μὲ λευκὴ ντυμένο φουστανέλλα
Νὰ βλέπω νὰ τὸ θάβουνε, νὰ τὸ σκεπάζῃ χῶμα!
Χῶμα ’ς τ’ ἀδέλφι μου, ’ς ἐμὲ τὸν ἴδιο, ’ς τὴν καρδιά μου,
’Στ’ ἄχραντα τῆς ἀγάπης μου, ’ς τὴν ἅγια τράπεζά μου!
Καὶ νεκροθάφτη ἄπονο καὶ πληρωμένο χέρι
Νὰ ρίχνῃ ἄστρα μέσ’ σ’ τὴ γῆ κι’ ἀθάνατο ἀγέρι,
Κι’ ἐγὼ νὰ βλέπω ἀκίνητος μὲ χέρια σταυρωμένα
Χωρὶς ἀπὸ τὸ μνῆμά του ἐπάνω νὰ τὸν βγάλω·
Ἄχ! ὅταν τὸν ἐθάψανε, ἐθάψανε κ’ ἐμένα·
Ἐπῆρα προκαταβολὴ τοῦ τάφου, πρὶν πεθάνω,
Ἀποθαμμένος τὸ ’στερνὸ τοῦ ἔδωσα φιλί μου,
Νεκρὸς ἐφίλαε νεκρὸ ’ς τὰ ’μάτια καὶ ’ς τὸ στόμα
Κ’ ἔπασχα μέσ’ ’ς τὰ χείλη του νὰ βάλω τὴν ψυχή μου,
Θαρροῦσα πῶς σιγά, σιγά μοῦ ἔλεγε «ἀκόμα!»
Καὶ τὸν φιλοῦσα, κ’ ἔβλεπα ’σὰν κάτω ἀπὸ τὸ κῦμα,